"Κάτω από την ακτινοβόλα ομορφιά του προσώπου της, πίσω από τα μάτια που έκρυβαν αιώνες, αλλά που μπορούσαν την άλλη στιγμή να σε ματώσουν, κάτω από το μελαψό εβραϊκό της δέρμα, υπήρχαν συναισθήματα που θα πύρωναν τον ίδιο τον αέρα, αν τα άφηνε ελεύθερα."
Clive Barker, Weaveworld (Υφαντόκοσμος)
Την αγγελία την έγραψα εγώ. Αν και στην ουσία μού την υπαγόρευσε η «Ιμακολάτα». Αυτή πληρώνει. Το παρατσούκλι δεν την πειράζει. Καλύτερα, λέει, να μην ξέρουμε ο ένας το αληθινό όνομα του άλλου. Την έβγαλα έτσι, γιατί είναι ταυτόχρονα άψογη και κακιά-άψογη σαν το ατσάλινα σιδερωμένο ταγέρ που φοράει και κακιά σαν αυτό που πάμε να κάνουμε. Εκείνη το σκέφτηκε. Εμένα με πήρε για συμπλήρωμα, μαζί με το γραφείο και τις πολυθρόνες. Και το γιατρό στο μέσα δωμάτιο, που ακονίζει τα νυστέρια του.
Ζητούνται άτομα έως 45 ετών, με σπουδές στα οικονομικά, άνευ στρατιωτικών υποχρεώσεων, υγιή, για εργασία ως στελέχη σε διεθνή χρηματιστηριακή εταιρεία. Μισθός ικανοποιητικός, bonus και προοπτικές εξέλιξης.
-«έως 45 ετών»; Καλύτερα από 45 και πάνω...
Η «Ιμακολάτα» με κοιτάζει παγωμένα:
-Αν θέλεις να το παίξεις πονόψυχος, να πας στην εκκλησία να ταϊσεις τους ζητιάνους...Να σε πάρουν από καλό μάτι, να σου κάνουν και χώρο, μεθαύριο, που θά 'σαστε συνάδελφοι...
-Καλά, καλά...
-Το «υγιή» βγάλ' το, θα μας μυριστούν.
-Γιατί με σπουδές στα οικονομικά;
Η «Ιμακολάτα» χαμογελάει ειρωνικά:
-Για να μην έχουν φαντασία...
Υποχωρώ δοκιμαστικά και παίζω δοξάρι πάνω στα νεύρα της:
-Εγώ νομίζω πώς θα μας πάρουν χαμπάρι έτσι κι αλλιώς.
Η φωνή της σκληραίνει:
-Είναι η κατάλληλη εποχή για τέτοιου είδους επιχειρήσεις... Έτσι που έχουν λαλήσει με την οικονομική κρίση, θα 'διναν ό,τιδήποτε για μια θέση εργασίας. Και την αλήθεια να γράφαμε στην αγγελία, μη νομίζεις πως θα πέφταμε στο κενό. Απλώς είναι ακόμα παράνομο.
Πάω να απαντήσω, αλλά με παγώνουν κάτι χρατς χρουτς που ακούγονται από το μέσα δωμάτιο. Όχι, δε θέλω να μάθω γιατί δέχτηκε αυτός εκεί μέσα και τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του. Μου φτάνει που πρόλαβα να βρεθώ από αυτή τη μεριά της συνέντευξης. Όλα τα υπόλοιπα είναι λέξεις, σημαίες που τις παίρνει ο άνεμος. Όλα αυτά που υποτίθεται ότι θα με εμπόδιζαν να είμαι εδώ απόψε. Αυτά που αναρωτιέμαι αν τα είχε ποτέ η «Ιμακολάτα». Αν ήταν ποτέ ένα κοριτσάκι με κοτσιδάκια, που το απασχολούσε μόνο τι χρώμα φόρεμα θα φορέσει στις κούκλες του. Εγώ απλώς δεν ανησυχώ αρκετά για την περίπτωση να μείνω μόνο με το κοντάρι.
Το δωμάτιο δεν έχει κάδρα στους τοίχους, ούτε πρες παπιέ και μολυβοθήκες πάνω στο γραφείο, ούτε καν υπολογιστή. Μόνο το τηλέφωνο και ένα ντουλάπι-μπαράκι με ποτά στο πλάι. Πάω να σχολιάσω ότι, έτσι γυμνό, θα τους υποψιάσει ως το τελευταίο τους θέαμα, αλλά θυμάμαι και συμπεραίνω ότι η απάντησή της θα έχει μέσα τη λέξη φαντασία.
Η «Ιμακολάτα» διακόπτει τις σκέψεις μου:
- Πες σ' αυτόν το ηλίθιο μέσα να μην κάνει φασαρία… Τι ώρα είναι να έρθει ο πρώτος;
Κοιτάω το ρολόι μου:
- Τώρα, όπου να 'ναι, πρέπει να ακούσουμε κουδούνι.
Μπζζζζζ! Ο ήχος του θυροτηλεφώνου, σαν κάποιος να έχει μόλις κάνει λάθος απάντηση σε τηλεπαιχνίδι, με παραλύει για ένα δευτερόλεπτο. Η «Ιμακολάτα» πατάει το κουμπί και ρωτάει επίσημα:
- Παρακαλώ, ο κύριος;
- Κατσουλάρης Κωνσταντίνος.
- Περάστε, δεύτερος όροφος.
Στο χρόνο που του τρώνε οι δυο όροφοι, ζορίζομαι να διώξω από το πρόσωπό μου το ύφος «ε ρε κακομοίρη, τι σου 'μελλε να πάθεις». Η «Ιμακολάτα» με βρίζει ψιθυριστά και με απειλεί ότι, αν της το χαλάσω, θα βάλει εμένα στη θέση του «συνεντευξιαζόμενου».
Χτυπάει το κουδούνι της πόρτας. Η «Ιμακολάτα» με μουντζώνει και μου κάνει νόημα να ανοίξω την πόρτα. Έχει δίκιο, εκείνη θυμίζει πιο πολύ αφεντικό.
Ο άνθρωπος που μπαίνει είναι περιποιημένος, καλοντυμένος, ατσαλάκωτος και με ξαφνιάζει που υπάρχουν ακόμα ελπίδες τόσο καλοδιατηρημένες. Όχι αρκετά μεγάλος για να μη νιώθω τύψεις. Ας όψεται το όριο ηλικίας.
Η «Ιμακολάτα» τού χαμογελάει ενθαρρυντικά. Τον βάζει να καθίσει, του προσφέρει ποτό και μου ζητάει τόσο ευγενικά να του το βάλω εγώ, που για μια στιγμή νομίζω πως μιλάει σε άλλον. Στο πρόσωπό του, που χαλαρώνει με το αλκοόλ, βλέπουμε να ανθίζει η αισιοδοξία. Η «Ιμακολάτα» ζητάει το βιογραφικό του και του πιάνει κουβέντα πολύ επαγγελματικά. Ναι, και στον αυτοσχεδιασμό είναι καλή. Αλλά κι αυτός δεν πάει πίσω. Χαμογελάει ούτε πολύ εγκάρδια, ούτε πολύ ψυχρά, απαντάει με όσα ακριβώς λόγια χρειάζονται και αποδεικνύει με ατράνταχτα επιχειρήματα ότι η απόλυσή του απ' την τελευταία του δουλειά δεν οφειλόταν σε ανεπάρκεια του ίδιου. Αν ήταν η συνέντευξη όπως τη νομίζει, θα την είχε πάρει τη δουλειά. Αλλά δεν ξέρει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να απορριφθεί.
Η «Ιμακολάτα» βάζει τελεία. Μου ρίχνει μια ματιά με σημασία και λέει γλυκά στον υποψήφιο:
- Νομίζω πως τελειώσαμε. Εσείς έχετε να ρωτήσετε τίποτα;
- Μα, προφανώς, θα ήθελα να μάθω λεπτομέρειες για τη φύση της δουλειάς... Τι θέλετε...α-από ε-ε-εμέ-εμέ-εμένα;
Σημείο στο οποίο το παραλυτικό χάπι που έχουμε ρίξει στο ποτό του αρχίζει να επενεργεί, πρώτα στους μυς του στόματος και του προσώπου. Δεν καταφέρνω να μη γουρλώσω τα μάτια μου, την ώρα που η «Ιμακολάτα» τού απαντάει με το ίδιο γλυκερά ευχάριστο ύφος αεροσυνοδού:
-Τα νεφρά σας...
Και μου κάνει νόημα προς τη μέσα πόρτα.
Clive Barker, Weaveworld (Υφαντόκοσμος)
Την αγγελία την έγραψα εγώ. Αν και στην ουσία μού την υπαγόρευσε η «Ιμακολάτα». Αυτή πληρώνει. Το παρατσούκλι δεν την πειράζει. Καλύτερα, λέει, να μην ξέρουμε ο ένας το αληθινό όνομα του άλλου. Την έβγαλα έτσι, γιατί είναι ταυτόχρονα άψογη και κακιά-άψογη σαν το ατσάλινα σιδερωμένο ταγέρ που φοράει και κακιά σαν αυτό που πάμε να κάνουμε. Εκείνη το σκέφτηκε. Εμένα με πήρε για συμπλήρωμα, μαζί με το γραφείο και τις πολυθρόνες. Και το γιατρό στο μέσα δωμάτιο, που ακονίζει τα νυστέρια του.
Ζητούνται άτομα έως 45 ετών, με σπουδές στα οικονομικά, άνευ στρατιωτικών υποχρεώσεων, υγιή, για εργασία ως στελέχη σε διεθνή χρηματιστηριακή εταιρεία. Μισθός ικανοποιητικός, bonus και προοπτικές εξέλιξης.
-«έως 45 ετών»; Καλύτερα από 45 και πάνω...
Η «Ιμακολάτα» με κοιτάζει παγωμένα:
-Αν θέλεις να το παίξεις πονόψυχος, να πας στην εκκλησία να ταϊσεις τους ζητιάνους...Να σε πάρουν από καλό μάτι, να σου κάνουν και χώρο, μεθαύριο, που θά 'σαστε συνάδελφοι...
-Καλά, καλά...
-Το «υγιή» βγάλ' το, θα μας μυριστούν.
-Γιατί με σπουδές στα οικονομικά;
Η «Ιμακολάτα» χαμογελάει ειρωνικά:
-Για να μην έχουν φαντασία...
Υποχωρώ δοκιμαστικά και παίζω δοξάρι πάνω στα νεύρα της:
-Εγώ νομίζω πώς θα μας πάρουν χαμπάρι έτσι κι αλλιώς.
Η φωνή της σκληραίνει:
-Είναι η κατάλληλη εποχή για τέτοιου είδους επιχειρήσεις... Έτσι που έχουν λαλήσει με την οικονομική κρίση, θα 'διναν ό,τιδήποτε για μια θέση εργασίας. Και την αλήθεια να γράφαμε στην αγγελία, μη νομίζεις πως θα πέφταμε στο κενό. Απλώς είναι ακόμα παράνομο.
Πάω να απαντήσω, αλλά με παγώνουν κάτι χρατς χρουτς που ακούγονται από το μέσα δωμάτιο. Όχι, δε θέλω να μάθω γιατί δέχτηκε αυτός εκεί μέσα και τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του. Μου φτάνει που πρόλαβα να βρεθώ από αυτή τη μεριά της συνέντευξης. Όλα τα υπόλοιπα είναι λέξεις, σημαίες που τις παίρνει ο άνεμος. Όλα αυτά που υποτίθεται ότι θα με εμπόδιζαν να είμαι εδώ απόψε. Αυτά που αναρωτιέμαι αν τα είχε ποτέ η «Ιμακολάτα». Αν ήταν ποτέ ένα κοριτσάκι με κοτσιδάκια, που το απασχολούσε μόνο τι χρώμα φόρεμα θα φορέσει στις κούκλες του. Εγώ απλώς δεν ανησυχώ αρκετά για την περίπτωση να μείνω μόνο με το κοντάρι.
Το δωμάτιο δεν έχει κάδρα στους τοίχους, ούτε πρες παπιέ και μολυβοθήκες πάνω στο γραφείο, ούτε καν υπολογιστή. Μόνο το τηλέφωνο και ένα ντουλάπι-μπαράκι με ποτά στο πλάι. Πάω να σχολιάσω ότι, έτσι γυμνό, θα τους υποψιάσει ως το τελευταίο τους θέαμα, αλλά θυμάμαι και συμπεραίνω ότι η απάντησή της θα έχει μέσα τη λέξη φαντασία.
Η «Ιμακολάτα» διακόπτει τις σκέψεις μου:
- Πες σ' αυτόν το ηλίθιο μέσα να μην κάνει φασαρία… Τι ώρα είναι να έρθει ο πρώτος;
Κοιτάω το ρολόι μου:
- Τώρα, όπου να 'ναι, πρέπει να ακούσουμε κουδούνι.
Μπζζζζζ! Ο ήχος του θυροτηλεφώνου, σαν κάποιος να έχει μόλις κάνει λάθος απάντηση σε τηλεπαιχνίδι, με παραλύει για ένα δευτερόλεπτο. Η «Ιμακολάτα» πατάει το κουμπί και ρωτάει επίσημα:
- Παρακαλώ, ο κύριος;
- Κατσουλάρης Κωνσταντίνος.
- Περάστε, δεύτερος όροφος.
Στο χρόνο που του τρώνε οι δυο όροφοι, ζορίζομαι να διώξω από το πρόσωπό μου το ύφος «ε ρε κακομοίρη, τι σου 'μελλε να πάθεις». Η «Ιμακολάτα» με βρίζει ψιθυριστά και με απειλεί ότι, αν της το χαλάσω, θα βάλει εμένα στη θέση του «συνεντευξιαζόμενου».
Χτυπάει το κουδούνι της πόρτας. Η «Ιμακολάτα» με μουντζώνει και μου κάνει νόημα να ανοίξω την πόρτα. Έχει δίκιο, εκείνη θυμίζει πιο πολύ αφεντικό.
Ο άνθρωπος που μπαίνει είναι περιποιημένος, καλοντυμένος, ατσαλάκωτος και με ξαφνιάζει που υπάρχουν ακόμα ελπίδες τόσο καλοδιατηρημένες. Όχι αρκετά μεγάλος για να μη νιώθω τύψεις. Ας όψεται το όριο ηλικίας.
Η «Ιμακολάτα» τού χαμογελάει ενθαρρυντικά. Τον βάζει να καθίσει, του προσφέρει ποτό και μου ζητάει τόσο ευγενικά να του το βάλω εγώ, που για μια στιγμή νομίζω πως μιλάει σε άλλον. Στο πρόσωπό του, που χαλαρώνει με το αλκοόλ, βλέπουμε να ανθίζει η αισιοδοξία. Η «Ιμακολάτα» ζητάει το βιογραφικό του και του πιάνει κουβέντα πολύ επαγγελματικά. Ναι, και στον αυτοσχεδιασμό είναι καλή. Αλλά κι αυτός δεν πάει πίσω. Χαμογελάει ούτε πολύ εγκάρδια, ούτε πολύ ψυχρά, απαντάει με όσα ακριβώς λόγια χρειάζονται και αποδεικνύει με ατράνταχτα επιχειρήματα ότι η απόλυσή του απ' την τελευταία του δουλειά δεν οφειλόταν σε ανεπάρκεια του ίδιου. Αν ήταν η συνέντευξη όπως τη νομίζει, θα την είχε πάρει τη δουλειά. Αλλά δεν ξέρει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να απορριφθεί.
Η «Ιμακολάτα» βάζει τελεία. Μου ρίχνει μια ματιά με σημασία και λέει γλυκά στον υποψήφιο:
- Νομίζω πως τελειώσαμε. Εσείς έχετε να ρωτήσετε τίποτα;
- Μα, προφανώς, θα ήθελα να μάθω λεπτομέρειες για τη φύση της δουλειάς... Τι θέλετε...α-από ε-ε-εμέ-εμέ-εμένα;
Σημείο στο οποίο το παραλυτικό χάπι που έχουμε ρίξει στο ποτό του αρχίζει να επενεργεί, πρώτα στους μυς του στόματος και του προσώπου. Δεν καταφέρνω να μη γουρλώσω τα μάτια μου, την ώρα που η «Ιμακολάτα» τού απαντάει με το ίδιο γλυκερά ευχάριστο ύφος αεροσυνοδού:
-Τα νεφρά σας...
Και μου κάνει νόημα προς τη μέσα πόρτα.