29 Απρ 2009

Κέλλυ Θεοδωρακοπούλου, "Η συνέντευξη"

"Κάτω από την ακτινοβόλα ομορφιά του προσώπου της, πίσω από τα μάτια που έκρυβαν αιώνες, αλλά που μπορούσαν την άλλη στιγμή να σε ματώσουν, κάτω από το μελαψό εβραϊκό της δέρμα, υπήρχαν συναισθήματα που θα πύρωναν τον ίδιο τον αέρα, αν τα άφηνε ελεύθερα."
Clive Barker, Weaveworld (Υφαντόκοσμος)


Την αγγελία την έγραψα εγώ. Αν και στην ουσία μού την υπαγόρευσε η «Ιμακολάτα». Αυτή πληρώνει. Το παρατσούκλι δεν την πειράζει. Καλύτερα, λέει, να μην ξέρουμε ο ένας το αληθινό όνομα του άλλου. Την έβγαλα έτσι, γιατί είναι ταυτόχρονα άψογη και κακιά-άψογη σαν το ατσάλινα σιδερωμένο ταγέρ που φοράει και κακιά σαν αυτό που πάμε να κάνουμε. Εκείνη το σκέφτηκε. Εμένα με πήρε για συμπλήρωμα, μαζί με το γραφείο και τις πολυθρόνες. Και το γιατρό στο μέσα δωμάτιο, που ακονίζει τα νυστέρια του.
Ζητούνται άτομα έως 45 ετών, με σπουδές στα οικονομικά, άνευ στρατιωτικών υποχρεώσεων, υγιή, για εργασία ως στελέχη σε διεθνή χρηματιστηριακή εταιρεία. Μισθός ικανοποιητικός, bonus και προοπτικές εξέλιξης.
-«έως 45 ετών»; Καλύτερα από 45 και πάνω...
Η «Ιμακολάτα» με κοιτάζει παγωμένα:
-Αν θέλεις να το παίξεις πονόψυχος, να πας στην εκκλησία να ταϊσεις τους ζητιάνους...Να σε πάρουν από καλό μάτι, να σου κάνουν και χώρο, μεθαύριο, που θά 'σαστε συνάδελφοι...
-Καλά, καλά...
-Το «υγιή» βγάλ' το, θα μας μυριστούν.
-Γιατί με σπουδές στα οικονομικά;
Η «Ιμακολάτα» χαμογελάει ειρωνικά:
-Για να μην έχουν φαντασία...
Υποχωρώ δοκιμαστικά και παίζω δοξάρι πάνω στα νεύρα της:
-Εγώ νομίζω πώς θα μας πάρουν χαμπάρι έτσι κι αλλιώς.
Η φωνή της σκληραίνει:
-Είναι η κατάλληλη εποχή για τέτοιου είδους επιχειρήσεις... Έτσι που έχουν λαλήσει με την οικονομική κρίση, θα 'διναν ό,τιδήποτε για μια θέση εργασίας. Και την αλήθεια να γράφαμε στην αγγελία, μη νομίζεις πως θα πέφταμε στο κενό. Απλώς είναι ακόμα παράνομο.
Πάω να απαντήσω, αλλά με παγώνουν κάτι χρατς χρουτς που ακούγονται από το μέσα δωμάτιο. Όχι, δε θέλω να μάθω γιατί δέχτηκε αυτός εκεί μέσα και τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του. Μου φτάνει που πρόλαβα να βρεθώ από αυτή τη μεριά της συνέντευξης. Όλα τα υπόλοιπα είναι λέξεις, σημαίες που τις παίρνει ο άνεμος. Όλα αυτά που υποτίθεται ότι θα με εμπόδιζαν να είμαι εδώ απόψε. Αυτά που αναρωτιέμαι αν τα είχε ποτέ η «Ιμακολάτα». Αν ήταν ποτέ ένα κοριτσάκι με κοτσιδάκια, που το απασχολούσε μόνο τι χρώμα φόρεμα θα φορέσει στις κούκλες του. Εγώ απλώς δεν ανησυχώ αρκετά για την περίπτωση να μείνω μόνο με το κοντάρι.
Το δωμάτιο δεν έχει κάδρα στους τοίχους, ούτε πρες παπιέ και μολυβοθήκες πάνω στο γραφείο, ούτε καν υπολογιστή. Μόνο το τηλέφωνο και ένα ντουλάπι-μπαράκι με ποτά στο πλάι. Πάω να σχολιάσω ότι, έτσι γυμνό, θα τους υποψιάσει ως το τελευταίο τους θέαμα, αλλά θυμάμαι και συμπεραίνω ότι η απάντησή της θα έχει μέσα τη λέξη φαντασία.
Η «Ιμακολάτα» διακόπτει τις σκέψεις μου:
- Πες σ' αυτόν το ηλίθιο μέσα να μην κάνει φασαρία… Τι ώρα είναι να έρθει ο πρώτος;
Κοιτάω το ρολόι μου:
- Τώρα, όπου να 'ναι, πρέπει να ακούσουμε κουδούνι.
Μπζζζζζ! Ο ήχος του θυροτηλεφώνου, σαν κάποιος να έχει μόλις κάνει λάθος απάντηση σε τηλεπαιχνίδι, με παραλύει για ένα δευτερόλεπτο. Η «Ιμακολάτα» πατάει το κουμπί και ρωτάει επίσημα:
- Παρακαλώ, ο κύριος;
- Κατσουλάρης Κωνσταντίνος.
- Περάστε, δεύτερος όροφος.
Στο χρόνο που του τρώνε οι δυο όροφοι, ζορίζομαι να διώξω από το πρόσωπό μου το ύφος «ε ρε κακομοίρη, τι σου 'μελλε να πάθεις». Η «Ιμακολάτα» με βρίζει ψιθυριστά και με απειλεί ότι, αν της το χαλάσω, θα βάλει εμένα στη θέση του «συνεντευξιαζόμενου».
Χτυπάει το κουδούνι της πόρτας. Η «Ιμακολάτα» με μουντζώνει και μου κάνει νόημα να ανοίξω την πόρτα. Έχει δίκιο, εκείνη θυμίζει πιο πολύ αφεντικό.
Ο άνθρωπος που μπαίνει είναι περιποιημένος, καλοντυμένος, ατσαλάκωτος και με ξαφνιάζει που υπάρχουν ακόμα ελπίδες τόσο καλοδιατηρημένες. Όχι αρκετά μεγάλος για να μη νιώθω τύψεις. Ας όψεται το όριο ηλικίας.
Η «Ιμακολάτα» τού χαμογελάει ενθαρρυντικά. Τον βάζει να καθίσει, του προσφέρει ποτό και μου ζητάει τόσο ευγενικά να του το βάλω εγώ, που για μια στιγμή νομίζω πως μιλάει σε άλλον. Στο πρόσωπό του, που χαλαρώνει με το αλκοόλ, βλέπουμε να ανθίζει η αισιοδοξία. Η «Ιμακολάτα» ζητάει το βιογραφικό του και του πιάνει κουβέντα πολύ επαγγελματικά. Ναι, και στον αυτοσχεδιασμό είναι καλή. Αλλά κι αυτός δεν πάει πίσω. Χαμογελάει ούτε πολύ εγκάρδια, ούτε πολύ ψυχρά, απαντάει με όσα ακριβώς λόγια χρειάζονται και αποδεικνύει με ατράνταχτα επιχειρήματα ότι η απόλυσή του απ' την τελευταία του δουλειά δεν οφειλόταν σε ανεπάρκεια του ίδιου. Αν ήταν η συνέντευξη όπως τη νομίζει, θα την είχε πάρει τη δουλειά. Αλλά δεν ξέρει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να απορριφθεί.
Η «Ιμακολάτα» βάζει τελεία. Μου ρίχνει μια ματιά με σημασία και λέει γλυκά στον υποψήφιο:
- Νομίζω πως τελειώσαμε. Εσείς έχετε να ρωτήσετε τίποτα;
- Μα, προφανώς, θα ήθελα να μάθω λεπτομέρειες για τη φύση της δουλειάς... Τι θέλετε...α-από ε-ε-εμέ-εμέ-εμένα;
Σημείο στο οποίο το παραλυτικό χάπι που έχουμε ρίξει στο ποτό του αρχίζει να επενεργεί, πρώτα στους μυς του στόματος και του προσώπου. Δεν καταφέρνω να μη γουρλώσω τα μάτια μου, την ώρα που η «Ιμακολάτα» τού απαντάει με το ίδιο γλυκερά ευχάριστο ύφος αεροσυνοδού:
-Τα νεφρά σας...
Και μου κάνει νόημα προς τη μέσα πόρτα.

29 Μαρ 2009

Μάνος Μπονάνος, "Ανεύρεση εργασίας"

Έφτασε στην εξώπορτα της πολυκατοικίας του και άνοιξε την τσάντα. Έβαλε το χέρι και ψαχούλεψε για τα κλειδιά. Δεν τα είχε πάρει μαζί. Χτύπησε το κουδούνι. Από το ηχείο ακούστηκε η φωνή της μάνας.
- Ποιος είναι;
- Έλα μάνα, εγώ είμαι, ξέχασα τα κλειδιά.
- Πάλι βρε αγόρι μου; Άνοιξε.
Άκουσε το γνώριμο ήχο του κουδουνιού και έσπρωξε την ταλαιπωρημένη πόρτα. Στα αριστερά του ένα χαλί πολυκαιρισμένο, στα δεξιά ένας καχεκτικός φίκος εσωτερικού χώρου, ο Φώτης, όπως τον είχε ονομάσει όταν συνειδητοποίησε ότι το φυτό, μέχρι τη στιγμή που κάποιος θα αποφάσιζε να το πάρει από εκεί και να το βγάλει από τη μιζέρια του, δεν θα ξαναέβλεπε ήλιο. Άσε που είχε την υποψία ότι εκείνος ο κατεστραμμένος τύπος που πήδαγε τη δημοσιογράφο του δευτέρου τον κατουρούσε συστηματικά κάθε φορά που γυρνούσε μεθυσμένος στις 6 το πρωί. Αυτό ίσως και να εξηγούσε αυτή τη μόνιμη δυσωδία που ήταν υποχρεωμένος να υποστεί κάθε φορά που ανέβαινε τα σκαλιά για το διαμέρισμα του πρώτου.

Το μισούσε αυτό το διαμέρισμα. Μισούσε καθέναν από τους ηλίθιους ενοίκους και ιδιοκτήτες που δεν έκαναν χαλάλι να τσοντάρουν κάτι τις στα κοινόχρηστα για να προσλάβουν μια καθαρίστρια. Και που το χειμώνα η κεντρική θέρμανση λειτουργούσε για 3 ώρες τη μέρα, γεγονός που ανάγκαζε τον καρδιακό πατέρα του να κυκλοφορεί μες το σπίτι ντυμένος σαν εσκιμώος και μονίμως κακόκεφος, κάπου το είχε διαβάσει μάλιστα ότι, όταν κάποιος κρυώνει, είναι σχεδόν αδύνατο να είναι σε καλή διάθεση. Όχι ότι τον δικαιολογούσε, γιατί και το καλοκαίρι τα ίδια έκανε, με διαφορετική αφορμή. Αν την είχε πάρει την κωλοδουλειά, θα μπορούσε μέχρι το καλοκαίρι να έχει μαζέψει αρκετά για να αγοράσει αυτό το καταραμένο το air condition. Λες και είχε air condition στο χωριό του, ο βλάχος. Είχε μπει πολλές φορές στη διαδικασία να σκεφτεί ποιο θα ήταν το επόμενο πράγμα που θα επέλεγε να του τρίβει στη μούρη ότι δεν είναι ικανός να του προσφέρει, εκείνου, που τον μεγάλωσε με θυσίες και αίμα και τον σπούδασε, αλλά τώρα τι να γίνει με τους καρεκλοκένταυρους του ΟΓΑ που δεν εγκρίνουν την αναπηρική του, με τα 480 το μήνα τι να πρωτοπληρώσει; Ως πότε θα τον πληρώνει; Τόσα χρόνια, τόσα βιβλία, τόσες ώρες διάβασμα και δεν μπορεί να βρει μια δουλειά και να ανεξαρτητοποιηθεί. Γινόταν έξαλλος μόνο που του περνούσε από το μυαλό. Λες και άμα έφευγε από το σπίτι και πήγαινε να μείνει μόνος του, η κυρά Βάσω θα μείωνε το νοίκι. Λες και εκείνος είχε καμιά όρεξη να βλέπει μπροστά του την ξινισμένη φάτσα του κάθε μέρα.

Πριν προλάβει να ανέβει, η μάνα τον περίμενε στην πόρτα.
- Πώς πήγε, αγόρι μου; Την πήρες τη δουλειά;
- Δεν ξέρω, μάνα. Είπαν θα με ειδοποιήσουν.
- Σου φάνηκαν θετικοί; Είσαι ευχαριστημένος;
- Θα το συζητήσουμε στην πόρτα αυτό;
- Έχεις φάει;
- Εκείνος έχει φάει;
- Όχι, σε περιμέναμε.
- Τότε έχω φάει. Θα τσιμπήσω αργότερα στο δωμάτιό μου.
- Μα...
- Θα περιμένω πολλή ώρα ακόμα να μπω;
Το βλέμμα της καρφώθηκε στο πάτωμα και η πόρτα άνοιξε. Άνοιξε βήμα και μπήκε στο σπίτι. Η τηλεόραση στη διαπασών. Του τρυπούσε τα αφτιά. Ο πατέρας ήταν καθισμένος στον καναπέ. Θολό βλέμμα και ηλίθια χαχανητά κάθε φορά που οι επισκέπτες των τηλεοπτικών παραθύρων έκαναν διαγωνισμό προσβολών και ανούσιας αντιπαράθεσης. Ήθελε να το σπάσει αυτό το κουτί. Το θεωρούσε υπεύθυνο για την κατάσταση αποχαύνωσης και την ευθεία γραμμή στο εγκεφαλογράφημα του πατέρα του. Δεν ήταν πάντα έτσι. Αν είναι να καταλήξει έτσι γερνώντας, καλύτερα να τον πυροβολήσουν πριν φτάσει σε αυτή την κατάσταση. Θα όρκιζε τα παιδιά του να του κάνουν ευθανασία, διαφορετικά θα τα αποκλήρωνε. Χαχαχα. Ανέκδοτο. Θα τα αποκλήρωνε από τι ακριβώς; Από τα λεφτά ή τα ακίνητα που δεν θα αποκτήσει ποτέ; Ή μάλλον όχι, και πάλι προτρέχει. Ποια παιδιά; Χαχαχα. Με ποια γυναίκα και με τι δουλειά και με τι λεφτά; Εκτός και αν τα κάνει για να τα ρίξει στη δουλειά. Χμ. Να μια καλή προοπτική. Χρειάζεται επαγγελματικό σχέδιο για αυτό; Κεφάλαιο κίνησης; Δάνειο;

Προσπέρασε αμίλητος, με σκυφτό κεφάλι το καθιστικό με προορισμό το δωμάτιό του. Του φαινόταν μικρό από όταν μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό του. Ένα κρεβάτι που άφηνε τα πόδια του να κρέμονται, κολλητά με ένα κομοδίνο που φιλοξενούσε τα ρούχα του και που σε συνδυασμό με ένα ψάθινο σκαμπό εκτελούσε χρέη γραφείου. Ακουμπισμένο πάνω του ήταν το παλαιολιθικό του λάπτοπ, αγορασμένο δεύτερο χέρι από έναν οικογενειακό φίλο μπίσνεσμαν που το είχε για πέταμα. Είχε προσπαθήσει να τον βοηθήσει να βρει και δουλειά. Του είχε κανονίσει τη συνέντευξη #7, αν θυμόταν καλά. Θα το τσέκαρε αργότερα. Τώρα είχε φτάσει αισίως στην #29, με ποσοστό πρόσληψης 4/28, λίγο κάτω από 15%. Α, δεν δικαιούταν να παραπονιέται. Εχθρός του κακού είναι το χειρότερο. Θα μπορούσε να έχει φάει 28 πόρτες αντί για 24. Always look at the bright side of life. Αν και ίσως η φωτεινή πλευρά σε αυτή την περίπτωση να ήταν να μην είχε χρειαστεί να περάσει από τις 4 δουλειές στις οποίες τελικά τον προσέλαβαν.

Έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε το μικρό δημοσιογραφικό ραδιοφωνάκι. Έπαιρνε ακόμα εκείνες τις μίνι κασέτες που πλέον έπρεπε να αγοράζει για 8 ευρώ την τριάδα γιατί μετά από τόσα χρόνια είχαν καταντήσει συλλεκτικές, αντιμετωπίζοντας κάθε φορά τα υποτιμητικά βλέμματα των πωλητών στα καταστήματα τεχνολογίας. Ξέρω ότι υπάρχουν και τα ψηφιακά κασετοφωνάκια που δεν τις χρειάζονται, αλλά προτιμώ αυτές, έχω αρχείο από αυτές, σιχαμένοι κομπιουτεράδες. Δεν είστε καλύτεροι από μένα. Πάτησε το rewind, το μαραφέτι ζωντάνεψε, έκανε το γνωστό του θόρυβο. Περίμενε για μερικά δευτερόλεπτα, ο ήχος σταμάτησε, το κουμπί πετάχτηκε και επανήλθε στην κανονική του θέση. Άνοιξε το πάνω συρτάρι. Έβγαλε ένα μπλε μαθητικό τετράδιο και το ξεφύλλισε μέχρι την τελευταία καταχώρηση. 12 Φεβρουαρίου 2009, συνέντευξη #28. Άφησε τρεις γραμμές περιθώριο. 3 Μαρτίου 2009, συνέντευξη #29. Πάτησε το play.

Είμαι έξω από τη φαρμακευτική. Η μητρική εταιρεία είναι αμερικανική. Εξειδίκευση στην ανάπτυξη και διάθεση φαρμάκων που αφορούν το κεντρικό νευρικό σύστημα. Αντικαταθλιπτικά, νευροληπτικά, αντιεπιληπτικά, αντιπαρκινσονικά, αντιημικρανικά και φάρμακα εναντίον της νόσου Αλτσχάιμερ. Υψηλή ποιότητα και ανταγωνιστικές τιμές. Εντυπωσιακές εγκαταστάσεις. Έκταση του οικοπέδου τουλάχιστον 3 με 4 στρέμματα, στρωμένα με τσιμέντο, ίχνος πράσινου αν εξαιρέσεις κάτι κάκτους που έχουν σε ένα τρίγωνο παρτέρι μπροστά από την εσωτερική είσοδο. 3 όροφοι γυάλινα γραφεία. Στόρια. Τα πάντα βαμμένα σε αποχρώσεις του γκρι. Πηγαίνει και με τις νόσους του νευρικού συστήματος, πώς δεν το σκέφτηκα αμέσως; Ο χώρος είναι περιφραγμένος και φυλάσσεται, πρέπει να περάσω από την κεντρική πύλη, μάλλον θα μου ζητήσουν να αφήσω όνομα και να πάρω καρτελάκι. Αυτό δυσκολεύει την έξοδο, αν η κατάσταση εκτροχιαστεί και κάποιος χάσει το χιούμορ του. Τόσο το χειρότερο για εκείνους. Φοράω το κοστούμι του πατέρα. Το καρτελάκι θα μου πάει μούρλια. Θυμήσου, Γιώργος Χατζηαντώνης.
- Γεια σας.
- Καλή σας μέρα. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;
- Έχω ραντεβού με τον κύριο Σωτηρίου του Ανθρώπινου Δυναμικού. Ονομάζομαι Χατζηαντώνης.
- Α, μάλιστα, ναι, το βλέπω εδώ και στη λίστα. Παρακαλώ κρεμάστε αυτό το καρτελάκι σε εμφανές σημείο και προχωρήστε στο δεύτερο όροφο.
- Ευχαριστώ πολύ, εδώ είναι καλά;
- Μια χαρά. Καλημέρα.
Καλά πήγε αυτό. Πάμε για πάνω τώρα. Ωχ, πού είναι οι σκάλες; Δεν μπορεί να έχει μόνο ασανσέρ. Α, ok. Η πόρτα δεν είναι κλειδωμένη, όλα καλά.
- Καλή σας μέρα. Έχω ραντεβού με τον κύριο Σωτηρίου.
- Το όνομά σας;
- Χατζηαντώνης. Γεώργιος Χατζηαντώνης.
- Περάστε, ο κύριος Σωτηρίου σάς περιμένει. Τελευταία πόρτα δεξιά, στο βάθος του διαδρόμου.
Μη σε δει να μιλάς στον αέρα. Ας μη σε πάρουν για τρελό από τώρα. Περνάω μία, δύο, τρεις πόρτες, ο Σωτηρίου είναι η τέταρτη. Ο διάδρομος φωτίζεται από το φως των εξωτερικών γραφείων, ελάχιστοι τοίχοι, όλα είναι διάφανα. Ζήτω η παραγωγικότητα. Έφτασα στην πόρτα.
- Περάστε.
- Καλημέρα. Είμαι ο Χατζηαντώνης.
- Κάθισε και δώσε μου ένα λεπτό. Α, μάλιστα. Ο Γιώργος.
- Οι φίλοι με φωνάζουν Γόγολο.
- Ορίστε;
- Πιστεύω ότι οι εργασιακές σχέσεις διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στο εργασιακό περιβάλλον. Αν πάρω αυτή τη δουλειά, θα προσπαθήσω να χτίσω τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με τους συναδέλφους μου, πάντα βέβαια εντός των επαγγελματικών ορίων. Εξ ου και ότι σας αποκαλύπτω το χαϊδευτικό μου.
- Εεε... Ναι. Το εκτιμώ αυτό. Μη στέκεσαι όρθιος. Από ό,τι βλέπω εδώ είσαι απόφοιτος της Φαρμακευτικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Γενικός βαθμός Λίαν Καλώς. Έχεις εμπειρία στην έρευνα. Μίλησέ μου για αυτή την εμπειρία.
- Ήταν πολύ εποικοδομητική εμπειρία για μένα. Με βοήθησε να προσεγγίσω το αντικείμενο πολύ διαφορετικά.
- Δηλαδή;
- Έχασα δύο δάχτυλα.
- Ορίστε;
- Το μικρό και το τέταρτο του αριστερού χεριού. Δεν τα χρησιμοποιούσα και ποτέ. Είχε και τα καλά του. Έμαθα πώς τα λένε.
- Ποια;
- Τα δάχτυλα. Παράμεσο και ωτίτη.
- Ορίστε;
- Το γνωρίζατε;
- Ποιο;
- Πώς τα λένε.
- Όχι, αλλά δεν είχε συντρέξει λόγος να αναρωτηθώ.
- Ούτε και γω. Ως το ατύχημα. Αν αναρωτιέστε πάντως, έχω ξεπεράσει κάθε πρόβλημα, λειτουργικό ή ψυχολογικό, και σε καμία περίπτωση αυτό δεν επηρεάζει τη δουλειά μου. Δεν πιστεύω η εταιρεία σας να έχει κάποια πολιτική ενάντια σε εργαζόμενους με ιδιαιτερότητες;
- Όχι, όχι, μα τι λέτε. Αντιθέτως.
- Ωραία, γιατί είμαι πολύ πολιτικοποιημένος. Συνδικαλιστικό φορέα έχουν οι εργαζόμενοί σας;
- ...
- Συνδικαλιστικό φορέα έχουν οι εργαζόμενοί σας;
- Νομίζω πως αυτή η συνέντευξη πρέπει να τελειώσει εδώ.
- Μα γιατί; Δεν με ξέρετε καν, ίσως είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για τη θέση. Τι έκανα λάθος;
- Τίποτα, αλλά σας παρακαλώ να φύγετε.
- Είναι το ζήτημα με τα δάχτυλα, δεν είναι; Αυτό φταίει. Το ‘ξερα. Είστε και σεις όπως και οι άλλοι. Δείτε, έχω προσθετικά μέλη, ούτε που θα το καταλαβαίνατε αν δεν σας το έλεγα. Και με κινητικότητα πάνω από 80%.
- Κύριε Χατζηαντώνη, αν δεν αποχωρήσετε οικιοθελώς, θα αναγκαστώ να καλέσω την ασφάλεια.
- Σας παρακαλώ, Γόγολος για τους φίλους. Είμαστε φίλοι, δεν είμαστε; Ή θα μπορούσαμε να γίνουμε.
- Ασφάλεια!!!
- Εντάξει, εντάξει, δεν με κρίνετε κατάλληλο για την έρευνα, όμως εγώ είμαι πρόθυμος να κάνω οποιαδήποτε δουλειά στην εταιρεία. Δεν έχω αξιώσεις. Αν υπάρχει άλλη θέση, παίρνω εκείνη.
- Ασφάλεια!!!
- Δεν καταλαβαίνω γιατί χάνετε την ψυχραιμία σας. Δεν συντρέχει κανένας λόγος να καλέσετε την ασφάλεια, είμαστε και οι δύο ενήλικοι, δεν δαγκώνω. Αν και έχω την υποψία πως επιλέγετε με βάση σεξιστικά και σεξουαλικά κριτήρια. Δεν πήρα τη δουλειά γιατί δεν σας έκατσα. Έτσι δεν είναι;
- Πώς τολμάτε; Είστε εξοργιστικός! Τι είδους κακόγουστη φάρσα είναι αυτή; Πού νομίζετε ότι είστε, κύριε;
- Υπάρχει φόρμα παραπόνων; Πρέπει να υπάρχει, παντού υπάρχει μία. Τις προάλλες συμπλήρωσα μία στο... Έι, πάρε τα χέρια σου από πάνω μου, μπορώ να φύγω και μόνος μου.
- Υπάρχει πρόβλημα, κύριε Σωτηρίου;
- Αυτός ο άνθρωπος είναι τρελός, παρακαλώ συνοδέψτε τον έξω.
- Αν ήμουν κανά καλό γκομενάκι θα την είχα πάρει τη δουλειά, έτσι δεν είναι, αγαπητέ κύριε Σωτηρίου; Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου ρε πιθηκάνθρωπε!
Πάτησε το stop και μετά το fast forward. Ένα, δύο δευτερόλεπτα, ξανά stop και play.
Και να το βάλεις εκεί που ξέρεις το καρτελάκι σου! Θα σου στείλω το λογαριασμό για το σακάκι με το δικηγόρο μου, αλήτη! Δεν θα ξεμπερδέψεις τόσο εύκολα από μένα!
Γαμώτο. 4 στις 29. Εύκολα...

22 Μαρ 2009

Θανάσης Μυστακίδης, "Το κρεβάτι"

Αγαπημένε μου Αρχηγέ και φίλε!
Έχοντας περάσει μόλις μία μέρα από την ομολογουμένως ενδιαφέρουσα κυριακάτικη συνάθροιση εντός του γραφείου σου, συντάσσω την παρούσα επιστολή με σκοπό όχι μόνο να επιδοκιμάσω και γραπτώς όλα όσα επικοινώνησες στην παρέα που γέμισε ασφυκτικά τα λίγα διαθέσιμα τετραγωνικά σου, αλλά περισσότερο για να σου εκθέσω τα γεγονότα ως ακριβώς συνέβησαν. Δεν θα μπορούσα άλλωστε να κάνω και αλλιώς, δες το αν θες και σαν ύστατο φόρο τιμής, από την στιγμή μάλιστα που όλες αυτές οι ώρες της φιλοξενίας μας στον χώρο σου, κυρίως βέβαια ή μεστή σου ομιλία, μας αναπτέρωσε τις ελπίδες και τα όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον.
Καταλαβαίνω απόλυτα την αγωνία και τους φόβους σου για το παρόν και τις επόμενες μέρες αυτού του τόπου. Ο ιδρώτας στο πρόσωπό σου όταν μασουλάς, καθώς επίσης και τα κάμποσα παραπανίσια κιλά που έχεις πάρει από τότε που σε πρωτοσυνάντησα στο γραφείο σου, είναι στοιχεία ενδεικτικά του καθημερινού σου αγώνα. Η κρίση σε όλα τα πεδία είναι βαθύτατη λες, αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς την ελπίδα. Για την ευόδωση της αποστολής σωτηρίας, ζήτησες τη βοήθεια μας, να συμμεριστούμε είπες την αγωνία σου για άμεσα και ορατά αποτελέσματα και να συστρατεύσουμε όλες μας τις δυνάμεις, το χαμόγελο και όλη μας τη καλή διάθεση για την φυγή προς τα εμπρός. Αρχηγέ μου, μόνο εσένα είχα ικανό να συγκινήσεις τόσο κόσμο, τόσο γρήγορα.
Μου έκανε μάλιστα φοβερή εντύπωση το γεγονός ότι στην χθεσινή συνάντηση, η παρέα, ανταποκρινόμενη φαντάζομαι στο κάλεσμά σου, έριξε αμέσως το βάρος της στην ανταλλαγή ξεκαρδιστικών, όπως αποδείχτηκε, ανεκδότων. Φίλε μου, πρώτη φορά σε βλέπω να γελάς τόσο πολύ, τόσο «με τη ψυχή σου». Και εγώ όμως, κινούμενος στα πλαίσια περί αλληλοϋποστήριξης που έθεσες, έχοντας όλη τη καλή διάθεση να συνεισφέρω στην λαμπρή πορεία που ανοίγεται μπροστά σου, όρισα ως δική μου αποστολή να σε κρατώ σε καλή φόρμα. Έτσι πιστεύω να έκανα καλά που σου έστειλα ηλεκτρονικώς μόλις επέστρεψα στο σπίτι μου, το ανέκδοτο που δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω κατά την διάρκεια του γεύματος, όχι, όχι, τώρα που το σκέφτομαι μπορώ να σχηματίσω το σκηνικό στο μυαλό μου.
Είσαι αραγμένος αναπαυτικά στην καρέκλα του γραφείου σου. (Η καρέκλα αυτή μεταξύ μας μπορεί να θεωρείται εργονομική, αλλά είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Κάποιες φορές είναι αλήθεια, θες να σηκωθείς γρήγορα όρθιος, να την πιάσεις από τα μπράτσα, να την σηκώσεις πάνω από το κεφάλι σου, να βγεις ουρλιάζοντας στο μικρoσκοπικό σου μπαλκόνι και με μία κίνηση που θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στο γεμάτο από νομοσχέδια και άλλα άσχετα πράγματα μνημονικό σου, να την πετάξεις στον ακάλυπτο του οικοδομικού σου τετραγώνου. Αυτή, καθώς η απόστασή από το έδαφος όλο και θα μικραίνει, καθώς θα αφήνεται παραδομένη στο μοιραίο αποτέλεσμα της σύγκρουσης με το έδαφος από ύψος 30 τουλάχιστον μέτρων, θα σου φωνάξει ένα απλό "θα το πληρώσεις". Από εκείνη τη στιγμή η φωνή της θα ηχεί στα αυτιά σου βασανιστικά, θα σου ξύνει το μυαλό, ξέρεις πως ούτε μία νύχτα δεν θα μπορέσεις να κοιμηθείς χωρίς τουλάχιστον ένα δυνατό εφιάλτη.)
Το αίμα κυλάει τώρα στις φλέβες σου ζεστό, για αυτό ευθύνεται η επίδραση της αδρεναλίνης που προκλήθηκε νωρίτερα από το πολύ γέλιο, οι τελευταίες στάλες ιδρώτα φτάνουν τώρα καθυστερημένα στον γιακά σου. Πραγματοποιείς την σύνδεση με τον κυβερνητικό server, όλα καλά προς το παρόν, μπαίνεις στο mail program, πατάς send and receive, σου γράφει πως έχεις ένα αδιάβαστο e-mail, κλικ με το ποντίκι, διαβάζεις, και μετά;
Σε βλέπω, κοκκινίζεις, φουσκώνεις, ο ρυθμός της αναπνοής σου αυξάνει, πραγματοποιείς κινήσεις αμηχανίας πάνω στην εργονομική καρέκλα, δεν ξέρεις πως πρέπει να νιώσεις, να γελάσεις ή να κλάψεις; Ψάχνεις δεδομένα για να στηρίξεις αυτή σου την απόφαση, κρυφογελάς γιατί σκέφτεσαι ότι είναι πλέον αναμφισβήτητο πως τα έχεις παίξει, βαθιά μέσα στο μυαλό σου κάτι σε εκνευρίζει, αφιέρωσες σήμερα πολύτιμο χρόνο σε ανέκδοτα, σε χαζομάρες δηλαδή, ενώ η κατάσταση έξω, στην αληθινή ζωή, χειροτερεύει, αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που σε πειράζει τώρα περισσότερο, κουράζεις το μυαλό σου αλλά δεν μπορείς να το εντοπίσεις.
Και ξαφνικά πραγματοποιείς την υπέρβαση! Σηκώνεσαι γρήγορα, πιάνεις την καρέκλα από τα μπράτσα, την σηκώνεις πάνω από το κεφάλι σου, βγαίνεις ουρλιάζοντας στο μικροσκοπικό σου μπαλκόνι και με μία κίνηση που θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στο γεμάτο από νομοσχέδια και άλλα άσχετα πράγματα μνημονικό σου, την πετάς στον ακάλυπτο του οικοδομικού σου τετραγώνου. Αυτή, καθώς η απόστασή από το έδαφος όλο και θα μικραίνει, καθώς θα αφήνεται παραδομένη στο μοιραίο αποτέλεσμα της σύγκρουσης με το έδαφος από ύψος 30 τουλάχιστον μέτρων, θα σου φωνάξει ένα απλό "θα το πληρώσεις". Από εκείνη τη στιγμή η φωνή της θα ηχεί στα αυτιά σου βασανιστικά, θα σου ξύνει το μυαλό, ξέρεις πως ούτε μία νύχτα δεν θα μπορέσεις να κοιμηθείς χωρίς τουλάχιστον ένα δυνατό εφιάλτη.
Ηρέμησες τώρα; Ναι; Απαλλάχτηκες σίγουρα από την καρέκλα, αυτό είναι για σένα μεγάλη ανακούφιση, μην ντρέπεσαι να το παραδεχτείς. Αυτή η καρέκλα σου είχε ταλαιπωρήσει ολόκληρο το κορμί, την είχες πλέον σιχαθεί, σε αποσυντόνιζε. Προσπαθείς να ηρεμήσεις ξεχνώντας όλα όσα προηγήθηκαν, το ανόητο ανέκδοτο, την καρέκλα και τη μαρτυρική χροιά της φωνής της, ναι, πως μπόρεσε ρε γαμώτο ένα ανέκδοτο να σε φέρει στο αμήν; Τίποτα καλύτερο σε αυτή τη φάση από την οριζοντίωση στο κρεβάτι, ένα ζεστό τσάι και το κλασσικό σου νανούρισμα πριν σφραγίσουν τα βλέφαρα. Βρίσκεις την κασέτα, ξαπλώνεις, πατάς το play και μια φωνή σου απαγγέλει:
«Θαυμάζω απεριόριστα τους chef. Τους θεωρώ καλλιτέχνες και σαν τέτοιους τους αντιμετωπίζω. Θέλω να τους μοιάσω, να αποκτήσω και εγώ αυτή την εξοικείωση με τις διάφορες γεύσεις, με τα διάφορα απλά και σπάνια υλικά, θα ήθελα και εγώ να διαθέτω την φαντασία που θα μου επιτρέπει να προσφέρω στους ουρανίσκους των συνανθρώπων μου συνδυασμούς μεστούς, ώριμους, σύγχρονους, συνδυασμούς που κλείνουν μέσα στην περιφέρεια μικρών πιάτων ένα κομμάτι από τον πολιτισμό, τα αρώματα, τις εικόνες ενός μακρινού ή κοντινού τόπου. Ναι, η γαστρονομία είναι τέχνη. Όταν έχεις μπροστά σου ένα σωστά "δεμένο" πιάτο είναι σαν να έχεις μπροστά σου, ένα μικρό κομμάτι του κόσμου.»
Η φωνή σιωπά, ένα αγαπημένο σου τραγούδι παίρνει τώρα την θέση της, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου αρχίζει στο μυαλό σου να προβάλεται σαν ταινία ο γαστριμαργικός πλούτος όλου σχεδόν του γνωστού κόσμου, πάντα το κάνεις αυτό λίγο πριν κοιμηθείς. Γεμιστά, χωριάτικη με φέτα, λαγό στιφάδο, μπριζόλες, μπιφτέκια με τραγανιστές πατάτες, γιαουρτλού, γερμανικές μπύρες, στρουθοκάμηλο, φασολάκια λαδερά, γιουβαρλάκια, ψάρι κάθε είδους στην σχάρα με αυγολέμονο, τραγανιστές πίτσες, σουβλάκια, φάβα σαντορινιά, μακαρόνια με κιμά και μπόλικο τυρί, κουτάλια, πιρούνια, ποτήρια στη σειρά, το μυαλό σου σταματάει, τα βλέφαρα μετά δυσκολίας μένουν ανοικτά. Στην αρχή ένα χαμόγελο σχηματίζεται στην άκρη των χειλιών σου, μετά από κάποια δέκατα αποφασίζεις ότι δεν μπορείς να το ελέγξεις, το αφήνεις να σε πλημμυρίσει, όπως ένα σάπιο φράγμα παραδίδεται στην πίεση του νερού, σε πιάνει ένα νευρικό γέλιο που ξέρεις πως δεν πρόκειται να σταματήσει. Γελάς τρανταχτά, με βρυχηθμούς, ευκαιρία να ξεπλύνεις όλη την ένταση της ημέρας... η συνάντηση πριν λίγες ώρες, όλη η καλή κοινωνία να γελάει με την ψυχή της γύρω από αστακούς και δίσκους με καναπεδάκια, το γέλιο είναι μεταδοτικό σκέφτεσαι, οι φρούδες ελπίδες που αναπτερώθηκαν, και αυτή η απαίσια καρέκλα, η ρίψη της από το μπαλκόνι, σε πιάνει μια τρέλα...αχαχαχαχαχαχαχαχα, σύγκορμος σπαρταράς πάνω στο στρώμα, δεν μπορείς να σταματήσεις γαμώτο... για κάποια στιγμή φοβάσαι, και όχι άδικα όπως αποδείχτηκε, ότι από τα γέλια θα μείνεις στον τόπο.

Το κρεβάτι σου αντιδρά, είναι ζωντανό, διπλώνει και κινείται με τρόπο περίεργο, σιγά σιγά το στρώμα ρευστοποιείται, κινούμενη άμμος, όταν το καταλαβαίνεις είναι πλέον αργά, σε έχει καταπιεί ολόκληρο και μόνο το κεφάλι σου προεξέχει. Το γέλιο κόβεται μαχαίρι, τέρμα η πλάκα, τρομοκρατείσαι, δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί. Αμέσως σου έρχεται στο μυαλό η σκηνή της ρίψης της καρέκλας και εκείνη η εφιαλτική φωνή που νομίζεις πως άκουσες να βγαίνει από την σπονδυλική της στήλη, "θα το πληρώσεις", "θα το πληρώσεις", δεν μπόρεσες φαντάζομαι στα δέκατα που σου απέμειναν να βρεις κάποιον κρίκο που να συνδέει τα γεγονότα, ούτε θα μπορούσες ποτέ να φανταστείς πως το ίδιο σου το κρεβάτι θα σε εκδικηθεί για την τετραπληγία της αγαπημένης του καρέκλας. Καθώς χάνεις την επαφή με τον κόσμο, η κασέτα αρχίζει ξανά να παίζει.

Φουαγκρά με σάλτσα από σύκο και βερύκοκκα
Καραμελωμένο αρνί με σελινόριζα
Φαγκρί μαριναρισμένο με σόγια, χυμό εσπεριδοειδών και κρύες ταλιατέλες
Σούπα με μελάνι σουπιάς
Πατάτες γκρατινέ με τσένταρ, μαστίχα και σολομό
Φλογέρες από λιθρίνι, δυόσμο, πράσο και βασιλικό

Εγώ ένα πράγμα κατάλαβα φίλε μου από όλη αυτή την ιστορία, τώρα βέβαια που θα στο πω, ξέρω πως ίσως να μην έχει την παραμικρή σημασία. Πρέπει να μου υποσχεθείς, πως από εδώ και στο εξής, ποτέ μα ποτέ δεν θα διανοηθείς να ρίξεις έπιπλα από το μπαλκόνι! Για σένα δεν μπορώ να γνωρίζω, αλλά εγώ - χωρίς ελπίδα δεν μπορώ να ζήσω ούτε δευτερόλεπτο.

18 Μαρ 2009

Αλεξάνδρα Μαραγκοπούλου, "Ομίχλη"

Η παρέα είχε αποφασίσει ότι θα πηγαίναμε εκδρομή στα χιόνια. Παρ’ όλο που ήμασταν νέοι και ανάλαφροι, είχαμε ήδη αποκτήσει παγιωμένες συνήθειες. Συχνάζαμε σε λιγδιασμένα μεζεδοπωλεία, παρακολουθούσαμε μέτριες συναυλίες, πηγαίναμε καμιά εκδρομή και συζητούσαμε για την οικολογία, το σέξ, τους μετανάστες ή το άδηλο μέλλον μας.
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο εκείνο το βράδυ, πεινασμένοι και νυσταγμένοι. Μοιραστήκαμε στα δωμάτιά μας και μετά φύγαμε κατευθείαν για την ταβέρνα. Ο συντονιστής της παρέας αποφάσισε να επακολουθήσει μια παρτίδα Σκραμπλ όταν θα επιστρέφαμε στο ξενοδοχείο. Ήταν δωδεκάμισι η ώρα όταν πήγαμε για ύπνο. Νυχτικό, πλύσιμο δοντιών, και βουτιά στο κρεβάτι. Το δωμάτιο, η βαλίτσα, το μαξιλάρι, το φιλί πριν από τον ύπνο. Ησυχία. Όλοι κοιμούνται. Ο εραστής μου κοιμάται. Εγώ κοιμάμαι. Το βουνό που μας περιβάλει κοιμάται.
Ξυπνάω μέσα στη νύχτα γιατί τα δόντια μου τρίζουν. Είμαι ξεσκέπαστη και τουρτουρίζω, αγκαλιάζω τον διπλανό μου. Προσπαθώ να ξανακοιμηθώ μετρώντας προβατάκια και κατσίκες, αμέτρητες κατσίκες κατηφορίζουν στο κεφάλι μου. Τα σώματα του καλοριφέρ θέλουν εξαερισμό και το νερό που τρέχει εντός τους με νανουρίζει. Ένας θόρυβος –σαν γδούπος– ακούγεται από το διπλανό δωμάτιο και ξυπνάω. Δύο και τρείς γδούποι επαναλαμβάνονται ρυθμικά, τέσσερις, πέντε… Ένας μεγαλύτερος θόρυβος ακολουθεί, και μετά σιωπή. Μετά από λίγο, ο τοίχος δονείται και ακούγονται δυνατά βροντοκοπήματα, σαν δύο σώματα που παλεύουν. Οι δονήσεις σταματούν και τη θέση τους παίρνουν φωνές και αναστεναγμοί. Κάθομαι ακίνητη, προσεκτικά ν’ ακούσω όλους τους ήχους που φτάνουν σαν κύματα από τον μεσότοιχο. Οι ρυθμικές δονήσεις εντείνονται τώρα, οι φωνές κι οι αναστεναγμοί δυναμώνουν, μια κραυγή ακούγεται, και μετά σιωπή. Ανατριχιάζω. Ζηλεύω. Αγκαλιάζω το σώμα δίπλα μου· κοιμάται όμως, ονειρεύεται.
Ξημερώματα πηγαίνω στο μπάνιο, να πλυθώ, να χτενιστώ. Κοιτάζω το γυμνό είδωλο στον καθρέφτη, τα χέρια ψηλαφίζουν το στήθος, χαϊδεύουν τα πλευρά, τους γοφούς. Ο κόσμος τρέχει, τα σύννεφα, η ζωή, όλα τρέχουν. Κι εγώ είμαι εδώ. Σκουπίζομαι και βγαίνω έξω στο μπαλκόνι, ο ήλιος είναι κρυμμένος πίσω από σύννεφα.
Πρωινό στην τραπεζαρία. Οι περισσότεροι πελάτες είναι νέοι, υπάρχουν και μερικές οικογένειες με παιδιά. Όλοι κάθονται σε παρέες, δεν παρατηρώ κανέναν να κάθεται μόνος του, το σκί εξάλλου δεν είναι άθλημα για μοναχικούς ανθρώπους, απαιτεί θετική διάθεση και όρεξη για ζωή. Οι σερβιτόροι με ευγένεια έπαιρναν τις παραγγελίες για καφέ ή τσάι, οι εκκολαπτόμενοι μικροί σκιέρ έτρωγαν με όρεξη τα κρουασάν τους, και τα ερωτευμένα ζευγάρια κοιτάζονταν σαν ξελιγωμένα σαλιγκάρια. Όλοι φορούσαν έντονα, χαρούμενα χρώματα - κόκκινα, πράσινα, κίτρινα, μπλέ ή άσπρα. Έψαχνα γύρω μου για το ζευγάρι του διπλανού δωματίου. Προσπαθούσα να συνδυάσω πρόσωπα με ήχους, πρόσωπα που, μεταμορφωμένα από την παθιασμένη ολονύκτια συνουσία, έπιναν σιωπηλά τον καφέ τους, αγγίζοντας μετά βίας το πρωινό τους.
Η ώρα του αθλήματος. Ακολούθησα το μάθημα των αρχαρίων, αφήνοντας πίσω τους υπόλοιπους της παρέας που ήταν πιο έμπειροι. Φορτωμένος με τον εξοπλισμό του, ο σύντροφός μου με αποχαιρέτησε μ’ ένα φιλί και μου είπε να προσέχω. Ο δάσκαλος μ’ έβαλε στη σειρά και με ρώτησε αν έχω ξανακάνει σκι.
- Δύο φορές, αλλά μ’ αρέσει το μάθημα των αρχαρίων. Φοβάμαι τις απότομες πλαγιές. Φοβάμαι ότι θα με πάρει η κατηφόρα κι έπειτα δεν θα μπορέσω να ξανανεβώ.
Μου υποσχέθηκε ότι μέχρι το μεσημέρι θα είχα ξεπεράσει τους φόβους μου. Μετά το μάθημα, ξανοίχτηκα θαρραλέα στις πίστες, ακολουθώντας τις υποδείξεις του δασκάλου. Ένα δύο τρία ζιγκ, ένα δύο τρία ζαγκ, χαρωπά τα δυό μπαστούνια μου κρατώ.


Μεσημέρι. Οι υπόλοιποι της παρέας ίσως έχουν πάει να φάνε, σκέφτηκα, και αυτή τη στιγμή να ρουφούν σούπα και να πίνουν ζεστό κρασί. Μια άγρια χαρά με κατέβαλλε. Τα σύννεφα είχαν πυκνώσει, η ώρα προχωρούσε αλλά εγώ απτόητη ανεβοκατέβαινα τις πλαγιές με όλο και περισσότερη επιδεξιότητα. Αναρωτήθηκα μήπως πρέπει να επιστρέψω στους φίλους μου. Λίγο ακόμα, μονολόγησα. Οι σκιέρ που κατέβαιναν τις πλαγιές είχαν αραιώσει. Το βουνό έμοιαζε να είναι το δικό μου άντρο πλέον. Κάποια στιγμή κουράστηκα, η ομίχλη είχε πέσει βαριά, τα έλατα έμοιαζαν με φαντάσματα. Στάθηκα και περίμενα, κανένας θόρυβος, κανένα κελάηδισμα δεν ακουγόταν. Απόλυτη σιωπή.
Κάθισα κάτω κι έβγαλα τα σκι, είχα ιδρώσει, άκουγα μόνο την ανάσα μου. Μετά το σκουφί και τα γάντια. Κι έπειτα το ανοράκ. Έλυσα τα κορδόνια κι έβγαλα τις μπότες, τις κάλτσες. Η κρυάδα του χιονιού σαν έκπληξη δίπλα στον ιδρώτα. Η φόρμα, βαρίδι ασήκωτο μετά από τόσες ώρες, σηκώθηκα όρθια και την έβγαλα μονοκόμματα, είχε κολλήσει πάνω μου σα δεύτερο δέρμα, αφαίρεσα το πουλόβερ, τα εσώρουχα που είχαν βραχεί από τον ιδρώτα. Ξάπλωσα πάνω στο πεσμένο ανοράκ, τα γόνατα λυγισμένα σα να βρίσκομαι στην παραλία. Γύρω μου η πυκνή ομίχλη που κάλυπτε το σύμπαν. Μόνο το σώμα μου παρέμενε ορατό από κοντινή απόσταση. Κρύωνα αλλά δεν το καταλάβαινα. Το γυμνό μου σώμα ήσυχο, σαν την ομίχλη που το περιέβαλε, αδημονούσε. Παρατηρούσα το μαύρο τρίχωμα του εφηβαίου στο άσπρο φόντο του χιονιού, τους μαστούς σε ετοιμότητα με τις ρόγες ανατριχιασμένες απ’ το κρύο. Σηκώθηκα γιατί τα μέλη μου μούδιαζαν, φόρεσα μονάχα τις κάλτσες, μάζεψα τα ρούχα μου και άρχισα ν’ ανηφορίζω προς το καταφύγιο. Περπατώντας γυμνή στο χιόνι, νομίζοντας ότι κάλυπτα ανεξερεύνητες εκτάσεις, ένιωθα την ομίχλη να με προσπερνάει και να με χαστουκίζει. Πόσο είχα υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις μου το ένιωσα αργότερα όταν τα πόδια μου αδυνατούσαν να βαδίσουν, μελανιασμένα από το κρύο. Ήθελα ζεστή σούπα και τσάι. Από μακριά άκουσα ένα καμπανάκι, πλησίαζε, το χιόνι πάνω στα πλευρά μου, οι γάμπες μου ακίνητες, βρεγμένα τα μαλλιά και τα ρούχα πεσμένα στο πλάι μου. Το καμπανάκι, ένα πρόσωπο συμπαθητικό, ζυγίζουν το σώμα, το τυλίγουν σε ζεστή κουβέρτα « Σούπα και τσάι, παρακαλώ…»

13 Μαρ 2009

Θέμις Αμάλλου, "Η άλλη"

Το παν είναι η στρατηγική. Χωρίς αυτήν δεν φτάνεις πουθενά. Για όλα χρειάζεται στρατηγική, πόσο μάλλον για τη συντριβή του εχθρού. Έχω να κάνω μ’ έναν άγνωστο εχθρό, σωστά; Για τον οποίο δεν ξέρω τίποτα. Ποιο είναι το καθοριστικό δεδομένο που έχω; Πως επιβάλλεται να τον κατατροπώσω. Κι ο ασφαλέστερος τρόπος είναι η τρομοκρατία. Στήνω λοιπόν μια επιχείρηση τρομοκρατίας. Μια επιχείρηση δηλαδή επίδειξης τέτοιας υπεροχής, που θα τον υποχρεώσει να εγκαταλείψει το πεδίο αμαχητί. Να τραπεί σε φυγή. Σχέδιο αλάθητο. Το οποίο καταστρώνεται ως την τελευταία λεπτομέρεια. Μιλάμε πάντα για την πρώτη επαφή. Ο στόχος είναι να μην υπάρξει δεύτερη, με παρακολουθείς; Ξεκινάω απ’ την οπτική γωνία. Πολύ σημαντική. Σαράντα πέντε μοίρες ακριβώς. Φιγούρα τριών τετάρτων. Όχι ανφάς, που είναι όλα έκθετα ή σχεδόν, ούτε προφίλ, που χάνεται κατ’ αρχήν η επόπτευση, αλλά και η γλυπτική του στόματος, των ζυγωματικών, της μύτης, τα οποία καλό είναι να τα ‘χεις από κούνια, το νυστέρι πάντα προδίνεται, στην ανάγκη όμως…Που είχαμε μείνει; Α ναι. Για λάμψη στο βλέμμα και δέρμα διάφανο απαιτούνται ώρες μπρος στον καθρέφτη, θέλει αφοσίωση και υπομονή το άθλημα. Θες να το πεις δέκαθλο, θες να το πεις δρόμο αντοχής, αδιάφορο, μόνο η ψηλότερη θέση στο βάθρο μετράει. Και πρωτοτυπία, προπαντός, δεν μιμούμαι καμία, σκόρπιες ιδέες παίρνω, ναι, αλλά μιμητής ποτέ. Είμαι μοναδική, εφευρέτης του εαυτού μου. Άκου προσεχτικά, είναι θεμελιώδη αυτά. Υπάρχουν βέβαια και δυο – τρία πράματα που δεν γίνεται ν’ αποκαλυφθούν, που μέχρι να εγκαταλείψω τον μάταιο τούτο κόσμο θα μείνουν μυστικά επτασφράγιστα. Παίζω το παιχνίδι αλλά τα πυρηνικά μου δεν προδίνονται για κανένα λόγο. Κι έρχομαι στο κορυφαίο καλλυντικό. Ύπνος, αναντικατάστατος σύμμαχος. Δέκα ώρες με κατεβασμένο το γενικό διακόπτη, έχω προμηθευτεί τα καλύτερα χαπάκια, τελευταίας τεχνολογίας και κοπής. Δεν αφήνω τίποτα στην τύχη. Προχωράω. Για στήθος, μπράτσα, μέση και γλουτούς, γυμναστής κατ’ οίκον, οι εκλεκτές δεν εκτίθενται σε δημόσια θέα, και για τα εξωτερικά, ενδυματολόγο με το μήνα. Επιθεωρώ εννοείται και το τελευταίο αξεσουάρ, κρίνω και κατακεραυνώνω αν χρειαστεί, έχω τους υποτακτικούς μου στο ένα πόδι, να θυμάσαι ότι εξαργυρώνεις όση μούρη πουλάς ακριβώς. Και φτάνουμε στον ρυθμιστικό παράγοντα. Ρ. Π. Γιατί, πρόσεξε καλά, και το πιο ατσάκιστο στυλ ακυρώνεται όταν λείπει αυτό. Ποιο; Το ύφος φυσικά. Το οποίο απαιτεί σοβαρή αυτοσυγκέντρωση. Τι θέλουμε; Θρίαμβο. Απόλυτη κι αδιαμφισβήτητη ηγεμονία. Κι άμα δεν είσαι γεννημένος ηγεμόνας, πρέπει να το δουλέψεις. Να το χτίσεις. Που και πως; Στον καθρέφτη, που αλλού. Όσο χρειάζεται. Ο επιμένων υπομένει και μένει. Ανακεφαλαιώνω. Εξαντλητικό τσεκ, όλα στη θέση τους. Φτάνω εννοείται πρώτη, για να μην υπάρχουν περιθώρια αιφνιδιασμού. Ξέρω περίπου πότε κι από που θα εισβάλει ο εχθρός. Είμαι πανέτοιμη. Στήσιμο αγέρωχο, σαρανταπεντάρα οπτική γωνία, τα ‘παμε αυτά, συγκεντρώνομαι, ελέγχω τα πάντα, κυριαρχώ. Συγκαταβατικό κούνημα κεφαλιού, δοξάστε με υπήκοοι, αδιόρατο χαμόγελο, είμαι ανεξιχνίαστη, ανέγγιχτη, και….να ‘την. Πλησιάζει. Έλα, σε περιμένω. Κοίτα με καλά. Κλονίζεσαι, ε; Τρέμεις. Εσύ είσαι η Άλλη; Εσύ με απειλείς; Εσύ πίστεψες ότι μπορείς να με κλέψεις; Να κλέψεις τη θέση Μου, το ρόλο Μου, το βασίλειό Μου; Καταλαβαίνεις σε ποια εναντιώνεσαι; Είσαι έτοιμη για το ικρίωμα; Για τον αποκεφαλισμό; Μα… ποιος μου μιλάει; Τι θες εσύ, πως με διακόπτεις μια τέτοια στιγμή, τι; Τι μου λες; Δεν μπορεί να ξεστόμισες κάτι τόσο τερατώδες, ποια μου μοιάζει, ποια είναι ίδια εγώ, τι λες ανυποψίαστο ζώο, δεν υπάρχει άλλη σαν και μένα, τον καθρέφτη κοίταζες ηλίθια, καμιά δεν είναι σαν και μένα, εγώ είμαι μία και μόνη, μοναδική, έχω το σκήπτρο και τη βούλα, τη βούλα, ακούς;

4 Μαρ 2009

Λήδα Μιχαλοπούλου, "Ο έρως είναι τυφλός"

Όλα ξεκίνησαν όταν έφυγε ο τοίχος.
Τοίχε τζους, τσίριξε το ξανθό κουνουπίδι και το όνειρο αποκαλύφθηκε μπρος στα μάτια μου. Μελιά μάτια, μακριές βλεφαρίδες, γλυκό βλέμμα, καθαρή επιδερμίδα, γυρτή, αντρική μύτη και δυο χείλη λίγο πεταχτά και καλογραμμένα σα γυναικεία, να ορμήξεις, να τα φιλήσεις. Ψηλός ήταν, παλικάρι, κανονικός στο σώμα. Ανεβοκατέβαιναν τα μάτια μου πάνω του, ψεγάδι δεν έβρισκα, τι τύχη, λέω μέσα μου, είναι αυτή- κι οι δυο προηγούμενοι που είχαν περάσει σαν κακό χρόνο να μην έχουν. Άγιο είχα, γλίτωσα. Καλά παιδιά, δε λέω, κι ο ένας μου τραγούδησε και Πλούταρχο που με αγγίζει δε μπορώ να πω, αλλά ένα αχ, κορίτσι μου, δε φτάνει να με ρίξει. Έ, μα να γυρίσει να πει ότι η γυναίκα η τίμια που αγαπάει, Σάββατο θα ‘ρθει γύρα μαζί μου με το ταξί και δε θα γκρινιάζει. Καλή η αγάπη, αλλά τον Πλούταρχο μανάρι μόνο από τα χειλάκια σου θα τον ακούω; Ένα Σάββατο έχουμε.
Ο άλλος το ‘χασε με το που είπε Κυριαζή. Τι του ‘ρθε να κάνει γύρισμα με το μου θυμίζεις τη μάνα μου, καθόλου δεν το κατάλαβα-είπαν κάποιοι πως πήγε να δείξει ευαισθησία. Με τη μάνα του; Ας τραγούδαγε για το σκύλο του. Τέλος πάντων, μην τα θυμάμαι τώρα και συγχύζομαι, αλλά μου λέτε κι εσείς για λεπτομέρειες, και το ανοίξατε το πηγάδι κι όλα μου ‘ρχονται σα να τα ξαναζώ.
Έτσι που λέτε, ο καλύτερος ήταν ο ακατονόμαστος, κι όχι μόνο σε σύγκριση με τους άλλους δυο, μπα και στον δρόμο να τον έβλεπα πάλι θα μου γυάλιζε. Με πιάνει που λέτε, με κολλάει επάνω του να με φιλήσει, να λυγίσουν εμένα τα γόνατα, κάτσε όρθια μου λέω, σε βλέπει όλη η Ελλάδα. Να φωνάζει η παρουσιάστρια, καλέ κοιτάξτε τι όμορφο ζευγάρι, να χειροκροτεί το κοινό σε έκσταση, να έχω γίνει εγώ παπαρούνα, να μη θέλω να τη δείξω κι όλη τη χαρά μου-μη με περάσει και για ξελιγωμένη. Και δώστου να με πιάνει αυτός από δω κι από ‘κει, μεσούλα χαμηλά, μπρατσάκι από κάτω, τρελάθηκα κι εγώ λέω τον ενθουσίασα, εδώ είμαστε, για ταξίδι ήρθα, το λόττο έπιασα. Και να σκεφτείς πως δεν τον διάλεξα επειδή αυτός μου ξεχώρισε, αλλά επειδή ξενέρωσα με τους άλλους δυο. Να ‘ναι καλά τα παιδιά, δώρο μου κάνανε.
Έτσι φαινότανε τότε, δώρο, γραφτό. Ρώμη ο προορισμός, σ’ ένα μήνα θα φεύγαμε, να γνωριστούμε λίγο πρώτα, πες του κάτι, μου λέει και μου χώνει το μικρόφωνο στη μούρη, τα χάνω εγώ, τι να του πω τώρα, με βλέπει αυτός που κόμπλαρα, αρπάζει το μικρόφωνο και πετάει ένα δυνατό: ήταν η ζωή μου κόλαση και την έκανες απόλαυση, είσαι αυτή που ονειρευόμουνα τότε που περιπλανιόμουνα. Ε, αυτό ήταν. Ο άντρας ήταν άντρας με το α κεφαλαίο. Ερωτεύτηκα. Τον αρπάζω, του σκάω ένα παθιάρικο φιλί στο μάγουλο, υστερία η παρουσιάστρια, πανικός στο κοινό, πλημμυρίζει χαρτοπόλεμο το στούντιο, αυτά μόνο εδώ γίνονται, ξελαρυγγιάζεται η παρουσιάστρια, κι άμα θέλετε να ζήσετε κι εσείς το όνειρο, όπως η Σάντυ κι ο Άκης, πάρτε τώρα τηλέφωνο. Και μην ξεχνάτε, αγαπημένοι τηλεθεατές Ο ΕΡΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΥΦΛΟΣ κι είναι κάθε Σαββατόβραδο κοντά σας.
Αχ, κοίτα, τόσες φορές τα ‘χω πει και πάντα παρασύρομαι, σαν τώρα τα ακούω…
Που να ‘ξερα η κακομοίρα.
Έτσι ξεκίνησαν όλα. Με τις καλύτερες προδιαγραφές. Ούτε προξενιό να ήτανε. Από την άλλη μέρα τηλέφωνα, καφεδάκια, να τα πούμε, να γνωριστούμε. Μαγαζί με εργοταξιακά αναλώσιμα αυτός, καλώδια, ταινίες, τροχούς και τα πάντα για την ένδυση του εργάτη, φόρμες, γυαλιά, γάντια, ζώνες αναρρίχησης. Όλα τα Μ.Α.Π. μου λέει, τα ‘χω φέρει σύμφωνα με τους κανονισμούς του Υπουργείου Εργασίας. Τον κοιτάω με απορία εγώ, Μέσα Ατομικής Προστασίας, μωρό, άντε να στα λέω να τα μαθαίνεις και που ξέρεις μπορεί και να σου χρειαστούν. Τέτοια μου έλεγε και χανόμουνα, που με βλέπει σοβαρά, που θα γίνω η κυρία του κυρίου, παιδιά, σπίτια κι αναλώσιμα άρχισα να ονειρεύομαι.

Πρώτο σαββατοκύριακο να με πάει στην Σαρωνίδα, στο εξοχικό. Ωραίο διαμέρισμα σε πολυκατοικία του ’70φεύγα, άμα τεντωνόσουνα την έβλεπες και τη θαλασσίτσα. Εμείς σπίτι δεν έχουμε δικό μας, πόσο μάλλον εξοχικό και μάλιστα στην Αττική. Όχι ότι δεν έχουμε τον τρόπο μας, γη ναι, σπίτια όχι. Ε, μ’ άρεσε που το ‘δα, που με πήγε εκεί, στης μάνας του το σπίτι σαββατοκύριακο, είπα να ανασκουμπωθώ και να φέρω μια, να τα φτιάξω όλα. Μου έκανε λίγο εντύπωση κι η βρωμιά κι η ανοικοκυροσύνη, λέω τι κάνει η μάνα του και τα ‘χει όλα έτσι, με είδε που κοίταγα και μου άρχισε για τα προβλήματα υγείας του πατέρα του και πως έχουν να πάνε κοντά χρόνο στο σπίτι. Έτσι εξηγείται, λέω κι εγώ και τον συμπονώ που έχει τρεχάματα με τον πατέρα του. Κι άντε πάλι να λιγώνομαι που μου τα λέει, που άρχισε να με εμπιστεύεται και να μου ανοίγεται, κι άντε ν’ αρχίσω να σκέφτομαι ανακαινίσεις και καλύτερη εκμετάλλευση του χώρου. Να το πω κι αυτό, έτσι για να καταλάβετε και τη δεξίωση του γάμου εκεί τη φαντάστηκα. Απλά πράγματα, λέω, συμμαζεύουμε τον κήπο και στρώνουμε τραπέζια μέσα έξω, ισόγειο το σπίτι, βλέπετε, τρία σκαλιά από το χώμα. Άσπρα τραπεζομάντιλα και ρόδια για διακόσμηση, έτσι για καλή τύχη στο ζευγάρι. Κι εγώ δυο-τρία κιλά πιο αδύνατη με λευκό φουστάνι, να γυρνάω στα τραπέζια, να χαιρετάω και να χορεύω. Αχ, έτσι τα έλεγα, έτσι τα υπολόγιζα.
Φωτογραφίες δεν είχε καθόλου, το ΄χα προσέξει καθώς συγύριζα, μέχρι που ανοίγω ένα ντουλάπι στο αποθηκάκι και βρίσκω πεταμένες μέσα καμιά δεκαριά κορνίζες. Μέχρι να τις βγάλω, να τις δω, να τις συνδυάσω έρχεται ο καλός σου και μου τις βουτάει. Άστα αυτά τώρα, με αρπάζει από τα μούτρα, τι σου ‘ρθε και ψαχουλεύεις, παγώνω εγώ, που μου ‘θε τώρα αυτό κι έρχομαι και βουρκώνω. Κατεβάζω και το κεφάλι, με πιάνει το παράπονο, συγγνώμη Άκη μου, και δεν είχα σκοπό να ψαχουλέψω, και για ξεσκονόπανα έψαχνα Άκη μου, αυτός παρμένος. Ε, δεν κρατιέμαι που δεν μιλάει, πατάω τα κλάματα και τρέχω στην κρεβατοκάμαρα. Πάω να μαζέψω πράγματα να φύγω, ερωτευμένη όπως ήμουν δεν το άντεχα να με αποπαίρνει. Δε πήρε πολύ κι ήρθε και αυτός, χώνεται στην αγκαλιά μου κι αρχίζει να σπαράζει. Τα ‘χάνω τελείως, να ζητάει συγγνώμη αυτός, να ζητάω κι εγώ κι ας μην καταλαβαίνω. Με τα πολλά τον συνεφέρω και τον βάζω να μου μιλήσει. Που ο νεαρός στις φωτογραφίες είναι ο αδερφός του, που τον χάσανε προ τριετίας από τροχαίο. Μόνος του στούκαρε το μηχανάκι, προβλήματα με ουσίες, λιώμα το παιδί και χάθηκε, κι από τότε ο πατέρας το γύρισε να πάει να βρει το γιο του, κι η μάνα του, πώς να κρατήσει κι αυτή, με γιο στο χώμα κι άντρα έτοιμο. Κι αυτός, αυτός να τα πάρει όλα πάνω του, τα έξοδα, τα νοσήλια, αλλά και τα καθημερινά, όλα από αυτόν περνάγανε με την σημερινή κατάσταση. Ευτυχώς το μαγαζί πήγαινε καλά, είχαν και κάποια εισοδήματα, δεν ήταν τόσο τα λεφτά το πρόβλημα, όσο το ψυχολογικό. Έτοιμος να καταρρεύσει ήτανε, μπαϊλντισμένος, μπουχτισμένος κι είπε να δώσει μια, να κάνει μια τρέλα κι όπου τον βγάλει. Γι’ αυτό ήρθε στο τηλεπαιχνίδι. Κι όπου τον βγάλει, και τον έβγαλε σε ‘μενα και του άλλαξε η ζωή. Και ν’ αρχίσει πάλι να κλαίει, που είμαι η ελπίδα, το φως του, η χαρά του, που με βρήκε και ξαναβρήκε το νόημα. Εγώ μούγκα. Τι να πω. Είχα μείνει, και με τα κακά και με τα καλά. Τι να πεις στον άνθρωπο που έχει περάσει απ’ την κόλαση. Πάνω εκεί μου βγήκε και του το πέταξα. Σ’ αγαπάω, του λέω, μοίρα ήτανε, εγώ είμαι εδώ τώρα, πάνω μου να βασίζεσαι και τέτοια. Και δώστου αγκαλιές και δώστου φιλιά, θα το πω και δεν ντρέπομαι, το πίστεψα πως είχα βρει τον άνθρωπό μου.

Μέσα στην εβδομάδα ήρθε να γνωρίσει τους γονείς μου. Άλλο να σας λέω, κι άλλο να το βλέπατε. Τους σκλάβωσε τους ανθρώπους. Όλο γέλια και χαρές η βραδιά, να λάμπει ο Άκης, να λάμπω εγώ, να λάμπουν κι οι έρμοι οι γονείς μου. Να τα αφήσουμε όμως αυτά καλύτερα, γιατί ακόμα κατηγορούν τους εαυτούς τους που μεγάλοι άνθρωποι, ψημένοι στη ζωή, δεν είδαν και δεν κατάλαβαν. Τέλος πάντων, τι τα θες τώρα, την πρεμούρα τους να με παντρέψουν πλήρωσαν κι αυτοί. Οι δικοί του άφαντοι. Είχαν, λέει, αποσυρθεί στο χωριό. Απ ’το τηλέφωνο έδωσαν την ευχή τους.
Σε δέκα μέρες τα ‘χε κανονίσει όλα. Δικαιολογητικά, αιτήσεις, ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεως, υπεύθυνες δηλώσεις, παράβολα και τα ονόματά μας στα κοινωνικά. Η Κυριακή Μεριστούδη….τον Θεόδωρο Χάρτσια…οι δυο μας, μια φίλη μου κι ένας φίλος του για μάρτυρες. Τα γλέντια τα φυλάγαμε για μετά, στον θρησκευτικό, αλλά με την ησυχία μας.
Ίσα -ίσα προλάβαμε και τη Ρώμη και την κάναμε ταξίδι του μέλιτος, με κάλυψη από την εκπομπή, με δόξες και μεγαλεία. Θα παίρναμε λέει και έξτρα δώρο, για το γάμο αστραπή. Σαλονο-τραπεζαρία.
Ποιος με έπιανε τότε. Φίλοι, γειτονιά κι εχθροί να με συζητάνε και να με ζηλεύουνε. Να σε ζηλεύουν πιο καλά, παρά να σε λυπούνται…Φοβόμουνα και το μάτι τους, τρομάρα μου.
Να χαρείτε, φέρτε μου ένα ποτηράκι νερό. Τόση ώρα μονότερμα σας πήρα κι εσάς, αλλά να τα ξέρετε όλα, να σχηματίσετε μια ολοκληρωμένη άποψη.
Που λέτε, γυρνάμε Αθήνα, τι αέρα εγώ, παντρεμένη και κοσμογυρισμένη, αρχίζω την οργάνωση ζωής. Έτσι φουριόζικα που είχαν γίνει όλα, δεν είχαμε κανονίσει τίποτα. Όλα αέρας γίνανε, χρόνο να τα καταλάβω, ούτε που άφηνε. Αυτός τα σκεφτότανε όλα, είχε πάρει κι ένα δικηγόρο κι ένα μεσίτη, μετά έμαθα πως ήτανε δικοί του, εμένα για άγνωστους μου τους παρουσίασε και τα έβαλε όλα στο χέρι. Να αγοράσουμε σπίτι, να ανακαινίσουμε την Σαρωνίδα-που ούτε δικιά του δεν ήτανε- να επεκτείνουμε την επιχείρηση. Μαζί για την καινούργια ζωή. Θύελλα όλα κι εγώ χαμένη μέσα και τρισευτυχισμένη, να το πω, που όχι μόνο είχα βρει άντρα όμορφο και καλό να με αγαπάει, ήτανε και φιλόδοξος κι ικανός και θα πιανόμασταν κιόλας.
Όλα στο όνομα μου τα είχα, δυο στρέμματα στη Μαγούλα από τη μάνα μου, και τρία στη Μάνδρα από τον πατέρα μου, στη βιομηχανική περιοχή, παρακαλώ, αξία- όχι αστεία. Και τα πήρε, κύριοι αστυνόμοι, όλα τα πήρε κι αυτά και μετρητά που είχα. Όλο με έβαζε να υπογράφω, ότι έκανε σύσταση εταιρείας τάχα μου δήθε μου κι είχα κι εγώ τα ποσοστά μου.
Θα ‘ρθει κι ο δικηγόρος μου τώρα, εδώ δώσαμε ραντεβού, κάτι θέλει να κάνουμε, δεν ξέρω εγώ, θα σας τα πει κι εκείνος. Να δούμε τι θα σώσουμε, συμφόρηση κοντεύουμε να πάθουμε, οικογενειακώς.
Τι λέτε κι εσείς, αστυνόμοι είστε, πολλά θα έχετε δει. Α, που δε σας είπα και το καλύτερο. Μοναχογιός είναι ο κύριος, σφύζουν από οι υγεία οι γονείς του στο χωριό, όλα στο σχέδιο ήτανε για να με τουμπάρει. Για θύμα έψαχνε και πήγε στην εκπομπή και πέτυχε διάνα. Ε, βέβαια ποιος άνθρωπος της προκοπής πάει σε τηλε-ραντεβού στα τυφλά. Καλά μου τα λέγανε οι φίλες μου και νόμιζα πως ζηλεύανε που εγώ είμαι όμορφη και μπορώ να βγω στην τηλεόραση.
Βλέπω κρατάτε και σημειώσεις, θα το κοιτάξετε το θέμα μου, ε, κύριοι αστυνόμοι;
Το βλέπω, σας τάραξα κι εσάς. Δώστε τα και στον συνάδελφο σας, να δει τι σημειώσατε, να συμπληρώσει κι εκείνος στοιχεία.

«Παραζαλισμένο είναι το μωρό. Το παίρνεις ή το παίρνω;»

3 Μαρ 2009

Μέμη Κατσώνη, "Σπονδή"

Φινόκιο, σελινόριζα, καρδιά αγκινάρας, σάλτσα
Κονσομέ Σελεστίν
Σούπα κρέμα αβοκάντο
Ποικιλία κρύων θαλασσινών
Κρύο, καιρός για δύο.
Είμαι στη Σπονδή, στο Παγκράτι, διεθνής κουζίνα —πού είναι ο Τρότσκι— και περιμένω τον Αργύρη. Έχουμε κάτι να γιορτάσουμε, ελπίζω. Διαβάζω το μενού κι ελπίζω.
Πατάτες νουαζέτ
Ποπιέτες γλώσσας στον ατμό
Εκείνο το τραγούδι των Procol Harum ποιος το θυμάται; Εγώ.

Καθρέφτες στους τοίχους, βελούδινες κουρτίνες
Γλώσσες του Ντόβερ και αυγά μορνέ
Προφιτερόλ και ροδάκινο φλαμπέ
Οι σερβιτόροι χορεύουν στα δάχτυλα

Εδώ δεν είναι έτσι. Οι καθρέφτες χωρίζουν τα τραπέζια. Κάθομαι προσεκτικά για να μη βλέπω το πρόσωπό μου. Ο μόνος σερβιτόρος που εμφανίζεται είναι ένας ψηλός αδέξιος εικοσάρης και δεν χορεύει καθόλου.
Μενταγιόν αστακού Θερμιντόρ
Φιλέτο Γουέλινγκτον
Σάλτσα περιγκουτίν
Θα φάμε αργότερα με τον Αργύρη, ελπίζω. Ζητάω περιέ κι ελπίζω. Ελπίζω με τόσο ζήλο που θα 'πρεπε να μου κολλάνε ένσημα.
Πατάτες Παριζιέν
Τουρνεντό Βίλλα Μποργκέζε
Δεύτερος σερβιτόρος, εξ ίσου εικοσάρης, αυτός δεν είναι ψηλός και άχαρος είναι κοντός και λιπαρός. Ούτε αυτός χορεύει ευτυχώς. Έφερε το περριέ. Δε θα παραγγείλω ακόμα. Αργότερα, ελπίζω. Δύο σερβιτόροι εικοσάρηδες κάνουν ένα….

O Σαραντάρης. Δονεί τους καθρέφτες και παγώνω. Είναι στο διπλανό σεπαρέ. Αναλλοίωτη φωνή. Αυτό το όμικρον που μοιάζει με έψιλον και τα γλυκά απειλητικά λάμδα. Λέω να κλείσω ένα σεπαρέ. Λέξη απ’ τη Νανά του Ζολά. Όταν ήμουνα μικρή νόμιζα πως το σεπαρέ σημαίνει σεξ. Ίσως και να σημαίνει, για τους ζωντανούς. Ο Σαραντάρης λίγο πριν την καταιγίδα. Πώς και δεν ένοιωσα τόση ώρα το βαρομετρικό χαμηλό; Ακούω λυγμό, ήχους γυναίκας. Μην την κάνεις σκουπίδι, μην πριονίζεις το κλαδί που κάθεσαι. Σπάνε ποτήρια τώρα, κάτι λιγότερο από εφτά. Τρέχουν οι σερβιτόροι, το ευτυχές ζεύγος τους διώχνει, εγώ με τη μύτη στον κατάλογο δεν είδα τίποτα (αλήθεια), δεν άκουσα τίποτα (ψέμα), δεν είπα τίποτα (τι να πω;)
Πέστροφα καπνιστή, σάλτσα αγριοράπανο
Μανιτάρια, ουρές φοίνικα, βλαστάρια μπαμπού
Και το δικό μας το βλαστάρι, Γιώργο; Θα σηκωθώ να τον δω από κοντά. Δεν το βρίσκω πιθανό να με αναγνωρίσει έτσι φουσκωμένη και κουρεμένη. Άλλωστε θα είναι απορροφημένος κι επιστρατευμένος. Με ρώταγε ο Μήτσος γιατί δεν έχω γράψει για κείνον ποιήματα. Γιατί εσύ είσαι το ποίημα μου, του έλεγα. Λέμε τέτοιες αηδίες στα παιδιά μας γιατί δεν είναι φυσικό να έχουμε παιδιά. Δεν κάνω συγκρίσεις, τώρα, άλλο λέω. Οι αδελφές Μπροντέ, η Βιρτζίνια Γουλφ, η Ντόροθι Πάρκερ και τόσες άλλες δεν είχαν παιδιά. Η Μαίρη Σέλλεϊ είχε και δες τι έγραψε. Πρώτη φορά τώρα, δίπλα σ’ ένα παγωμένο καθρέφτη που με χωρίζει απ’ το παρελθόν μου, παίρνω το μήνυμα. Δεν είναι φυσικό να έχουμε παιδιά. Να τα γεννάμε, ναι. Να τα έχουμε, όχι.
Δεν εννοώ σπεσιαλιτέ Χαλίλ Γκιμπράν, τα παιδιά σας δεν είναι παιδιά σας και τα παρεμφερή. Αυτό που θέλω να πω, αυτό που νοιώθω, είναι πως καταλαβαίνω τις μητέρες. Κι αυτές που τα προσκυνάνε και αυτές που τα γεννάνε και τα πετάνε κι αυτές που κάνουν και τα δύο. Όλες το ίδιο πράγμα εκδηλώνουν διαφορετικά.
Τώρα μιλάει η γυναίκα. Ψιθυρίζει. Είναι η Σύνθια; Αυτό το σφύριγμα στο σίγμα μου θυμίζει κάτι; Δεν ακούω τι λέει, ακούω μόνο τον κόμπο στο λαρύγγι. Ο Σαραντάρης αρπάζεται από μια λέξη της κι αρχίζει να σφυροκοπάει. Εκρήγνυται άρα υπάρχει. Η λάβα στολίζει τις πλαγιές και κάνει τους κολίγους αγάλματα.


Μπρεσάολα γκαρνί
Πάπαντομς με γιαούρτι και μέντα
Θυμάμαι εκείνο το βράδυ στο Λεωνίδιο που είχε τα κέφια του. Όλοι κοιμηθήκαμε σαν πουλάκια. Την άλλη μέρα ξύπνησε βλοσυρός και αιχμηρός και μας ξεπουπούλιασε. Δεν έχει αλλάξει, ζει για να θυμώνει. Ζει επειδή είναι ανέτοιμος. Θα μείνει πάντα ιδανικός κι ανέτοιμος υβριστής. Κι εγώ ανέτοιμη είμαι, ελπίζω. Ανέτοιμη ήμουνα και τότε.
Μανάρι μου τα κάναμε
Σαλάτα Αιγαίου
Μους λευκής σοκολάτας με βατόμουρα
Μπράντυ
Η Σύνθια δεν έκανε ποτέ παιδιά κι έτσι δε θα γνωρίσει τη μιντιακή κάλυψη που επιφυλάσσεται σε μια μητέρα που χάνει το παιδί της. Πώς το λέγαμε αυτό: χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη βρίσκει. Το αντίστροφο πώς πάει; Η πιο διάσημη μητέρα στα χρονικά παρέμεινε επί γης χρόνια μετά την ανάληψη του μονογενούς εις τους ουρανούς και είναι ακόμα πρώτη μούρη. Και κάτι μητέρες στα φιλμ του Μαικλ Μουρ κι αυτές δεν τις ήξερε κανένας όταν είχαν παιδιά. Όταν τα έχασαν όμως τις έκαναν εικονίσματα. ΌΟΟΟχι για τους λόγους που νομίζετε. Δε σας αφήνω να πείτε λέξη, ε; Ουαί υμίν αναγνώσται υποκριταί.
Ούτε κι εκείνος την αφήνει ν’ αρθρώσει λόγο. Την εκμηδενίζει για να την περιφρονεί δικαίως που είναι μηδενικό.
Όμως όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει χαστούκι. Πίπτει και η καρέκλα. Κάποιος σηκώνεται. Θυμωμένα τακούνια σε στιλπνό πάτωμα Δεν είναι η Σύνθια. Γεμάτη δάκρυα, παράξενη φάτσα˙ τίμια. Ψηλή, πολύ ψηλή. Άρχισε κι αναρριχήσεις ο Σαραντάρης; Μην καρφώνεσαι στην κοπέλα, τη μύτη στον κατάλογο.
Γαρίδες με σάλτσα από καρύδα και λάιμ
Ρύζι Πιεμοντέζε
Λαχανικά ατμού
Πάλι ο σερβιτόρος. Ο δεύτερος. Θα φάμε αργότερα με το συνοδό μου, ελπίζω.
Κι άλλη καρέκλα πέφτει. Ήχοι αναχώρησης από δίπλα. Μπαίνει κι ο Αργύρης με το φάκελο και βαδίζει αποφασιστικά ―ή μηχανικά;― προς το μέρος μου. Πέφτει πάνω στο φουριόζο τον ψηλό απ’ το σεπαρέ. Δεν είναι ο Σαραντάρης. Το ήξερα; Το ήξερα. Δεν θα μπορούσε να είναι φυσικά. Τόσο νεανική φωνή στα εξήντα πέντε; Πέφτει πάνω στον Αργύρη, πέφτει ο φάκελος, πέφτουν μαύρες στιλπνές διαφάνειες στη μαύρη στιλπνή επιφάνεια, πέφτει και το άσπρο χαρτί. Μαζεύει ο Αργύρης τις αξονικές, μαζεύω εγώ το χαρτί. Δε συρρικνώθηκαν οι όγκοι. Υπάρχει κι ένα νέο μόρφωμα στον αριστερό λοβό. Δεν έχουμε τίποτα να γιορτάσουμε. Δεν θα παραγγείλουμε, όχι. Ένα περιέ επτά κι ογδόντα. Ας γυρίσουμε σπίτι. Ναι, τώρα έχουμε περισσότερα δεδομένα, γνωρίζουμε καλύτερα τον εχθρό ―μας γνωρίζει κι εκείνος, όμως― μπορούμε να δοκιμάσουμε νέα σχήματα. Ας γυρίσουμε σπίτι. Θα έχει επισκευαστεί ο λέβητας, ελπίζω. Έχω κάνει πια υπερωρίες ελπίζοντας. Ελπίζω να μη με παρεξηγήσετε αλλά δεν θέλω άλλο.
Δε θέλω άλλη χημειοθεραπεία. Δε θέλω άλλες μαγνητικές. Θέλω να ξεφουσκώσω, θέλω πίσω τα μαλλιά μου, θέλω τη χτεσινή μου ύπαρξη.
Θέλω ένα καβγά με το Σαραντάρη.

25 Φεβ 2009

Κέλλυ Θεοδωρακοπούλου, "Cut"

«Διαχωρισμός!» Η καθηγήτρια της βιολογίας γύρισε την πλάτη της στο γεμάτο αμφιθέατρο και κάρφωσε το χαρτοκόπτη στη στοίβα χαρτιών πάνω στο γραφείο της. «Ένωση και διαχωρισμός, τα δυο απαραίτητα για να αναπαραχθεί κάτι, για να δημιουργηθεί κάτι καινούριο. Όσο σημαντικό είναι να ενωθεί το σπερματοζωάριο με το ωάριο, άλλο τόσο είναι και ο διαχωρισμός, μετά, η μίτωση, η διαίρεση του αρχικού κυττάρου σε δύο, τέσσερα, εκατομμύρια μέρη, που το καθένα θα πάρει άλλο δρόμο, θα επιτελέσει άλλο καθήκον και δε θα ξανασυναντηθεί ποτέ με τα άλλα, επειδή είναι φτιαγμένα το καθένα για άλλο προορισμό».
Έκανε παύση και γύρισε να αντικρίσει το πλήθος. Ανάμεσα στα νεανικά πρόσωπα που κρυφοκοιτούσαν το ρολόι τους, ξεχώρισε μια φοιτήτρια με ύφος μουτρωμένο. Της έριξε μια ματιά ικετευτική, αλλά η έκφρασή της δεν άλλαξε.
«Ένωση και διαχωρισμός... Όσο απαραίτητος είναι ο ομφάλιος λώρος για το έμβρυο όσο βρίσκεται μέσα στην κοιλιά της μάνας του, τόσο άχρηστος, επικίνδυνος, εμπόδιο, θα ήταν αν δεν κοβόταν μετά τη γέννα».
Σαν να είχε επηρεαστεί κι αυτή από το πλήθος, η καθηγήτρια της βιολογίας έριξε και εκείνη μια κλεφτή ματιά στο ρολόι της. «Μην αργήσεις» της είχε πει ο άντρας της. «Τόσον καιρό περιμέναμε να βγουν αυτά τα ρημάδια τα χαρτιά του διαζυγίου. Ας τα υπογράψουμε να τελειώνουμε επιτέλους».
Έπνιξε έναν αναστεναγμό και πήρε αμπάριζα ξανά:
«Όπως δυο κομήτες που ταξιδεύουν στο διάστημα: για να δημιουργηθεί ένας καινούριος, πρέπει να συγκρουστούν, να σπάσουν σε κομμάτια και το καθένα να συνεχίσει το ταξίδι του σε άλλη κατεύθυνση, για να μην ξανασυναντηθούν ποτέ».
Εδώ η καθηγήτρια της βιολογίας έπιασε κάμποσα πρόσωπα να κοιτάζονται μεταξύ τους με απορία. Ευχήθηκε να μην είχε σκεφτεί κανείς, σήμερα τουλάχιστον, να μαγνητοφωνήσει τη διάλεξή της.
Διάλειμμα. Επιτέλους! Το κουδούνι σύνθημα για να αρχίσει το πλήθος να σπρώχνεται ήσυχα ήσυχα προς τις πόρτες. Μιλώντας, γελώντας... Η καθηγήτρια της βιολογίας προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της ότι όταν το αμφιθέατρο θα έχει αδειάσει, θα έφευγε ένα βάρος από πάνω της.
H φοιτήτρια έσπρωξε με τον ώμο της την πόρτα, αλλά, πριν βγει, στράφηκε προς την καθηγήτρια της βιολογίας με μάτια υγρά.
«Άι στο διάολο, μαμά!»

Μαρία Καλιόρη, "Πέικι;"


Όχι, το πέικι δεν το γνώριζες μέχρι τότε, μέχρι τη σωτήρια στιγμή που σου άνοιξε τα μάτια η φίλη της φίλης της ξαδέλφης σου στο γάμο του συνάδελφου του Λουκά, του Παύλου δηλαδή.
Τα ενεργειακά τα ΄παίζες στα δάχτυλα, τα ματζούνια,τα φενγκ-σούι, ομοιοπαθητικά, ρέικι, διαλογισμούς, σούφικα αλλά αυτό το πείκι σου΄χε ξεφύγει, ήταν γεγονός.
Mε ύφος αινιγματικό σου ΄πε δυό πράγματα για το θεραπευτή –big master κατά τα λεγόμενά της– σου ΄δωσε το τηλέφωνο του και κρατώντας σου το χέρι συνωμοτικά κατάλαβες ότι δεσμεύεται από το πρωτόκολλο της θεραπείας. Εντάξει, είχες μπεί στο νόημα, δε μεταφέρουμε τίποτα σε τρίτους για να προστατεύσουμε το ενεργειακό πλέγμα της επαφής.
Το ζητούμενο σου ήταν υγεία, να είσαι ένα τέρας υγείας για ν΄ανταπεξέλθεις στις δονήσεις κάθετες, οριζόντιες, διαγώνιες, υποχθόνιες.
Είχες εξοστρακίσει από τη ζωή σου τσιγάρο,ξενύχτι, αλκοόλ,βαφές μαλλιών. Είχες αλλάξει την πόρτα του μπάνιου που ήταν ακριβώς απέναντι από την κουζίνα –έγκλημα κατά το φενγκ-σούι - είχες πετάξει τον καθρέφτη απέναντι από το κρεβάτι σου –καλά ήσουν τελείως τρελλή κατά το φενγκ-σούι– έκλεινες αγωνιωδώς το καπάκι της λεκάνης αμέσως μόλις έκανες την ανάγκη σου –θα ΄χανες την ευημερία σου κατά το φενγκ-σούι. Καθάριζες ευλαβικά τα τσάκρα σου, έτρωγες τα βιολογικά μαρουλάκια σου, έπαιρνες αναπνοές στέλνοντας το οξυγόνο κάτω από το διάφραγμα.
Έκανες εξαγνιστικό ρέικι σ΄ολες τις αντίκες του σπιτιού, τοποθέτησες παντού μικρά κίτρινα κεριά, πράσινους, κόκκινους, διαφανείς κρυστάλλους, ένα μικρό συντριβάνι στην είσοδο του σπιτιού και περίμενες για το καλύτερο. Ησουν ένα άξιο bio freak.
Αλλά επειδή κανείς δεν πέθανε από πολύ υγεία, σου μπήκε το μικρόβιο του πέικι.
Στο τηλεφώνημα ήσουν ξεκάθαρη, το συντομότερο δυνατό. Και πήγες.
Τ΄όνομα του δεν σε ξένισε. Γιατί άλλωστε, όταν έχεις γνωρίσει έναν Πεισίστρατο,έναν Φωκίωνα, έναν Αθηνόδωρο πόσο να σε εκπλήξει ο Ευταξίας.
Ο χώρος απέπνεε προστασίες από χρωματιστά λαδάκια, κρυστάλλους, μουσική διαλογισμού, καθαριότητα, μια φωτογραφία με το Sai baba αγκαλιά παρακαλώ, κουρτίνες αυστηρά πορτοκαλομπορντώ, δεν υπήρχε αμφιβολία ήσουν στο περιβάλλον σου.
Εκείνος κελεμπιοφόρος, ψηλός με αδρά χαρακτηριστικά, όμορφος, δηλαδή τι όμορφος που μόλις τον είδες σου κόπηκε η ανάσα. Επανήλθες ευθύς αμέσως στην τάξη ενθυμούμενη τον όρκο σου να μην υποπέσεις ποτέ ξανά στο βαρύτατο αμάρτημα της σαγήνης ακόμα και όταν το υποκείμενο είναι θεικών προδιαγραφών. Ποτέ πια ευτελή συναισθήματα, ποτέ πια λάθη του παρελθόντος. Ο σκοπός ήταν ιερός και συγκεκριμένος. Για την υγεία, ρε γαμώτο.
Σε κάλεσε κοντά του και σε ρώτησε «τι σε απασχολεί γλυκιά μου». Κοίτα, απέναντι σ΄έναν τέτοιον άντρα το μόνο που μπορεί να σε απασχολήσει είναι να βρεθείτε ανακούρκουδα σ΄ένα κρεβάτι το γρηγορότερο. Επιπλέον με μια φωνή που έβγαινε απευθείας απ΄το τέσσερα, το τσάκρα ντε, πόσο ν΄αντέξεις. Εντάξει, ανθρώπινο. Παρ΄όλα αυτά επέδειξες αξιοθαύμαστη ψυχραιμία ανασύνταξες αναπνοές, κατέβασες ώμους, έπλεξες απαλα τα δάκτυλα σου ενώνοντας και προτάσσοντας τους δείκτες σου και ακουμπώντας τον αριστερό αντίχειρα κάτω από το δεξί στη γνωστή θέση «εγώ, ψάχνω την ανώτερη διαφώτιση». Θέλησες έτσι, με μια κίνηση, να δείξεις ότι ήσουν βαθιά μυημένη.Εκείνος, παρέμεινε σιωπηλός, περιμένοντας ν΄ακούσει το πρόβλημα σου, ενώ το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο τρίτο μάτι, ανάμεσα στα φρύδια σου. Ε, βέβαια, ένας θεραπευτής δεν σε κοιτάζει ποτέ στα μάτια, σε βλέπει καλύτερα από το μάτι της ψυχής. Ισως, σκέφτηκες να βλέπει ήδη τα χρώματα της αύρας σου και να πιάνει τις μύχιες σκέψεις σου. Τι ντροπή! Γι αυτό επανήλθες δριμύτερη λέγοντας «όταν κάποιος υποφέρει, αναζητά την ίαση, όταν είναι καλά θέλει να είναι καλύτερα, όταν είναι καλύτερα ψάχνει τον ανώτερο πνευματικό νόμο». Φαντάστηκες πως με τέτοια ατάκα έβαλες γκολ και κέρδισες την παρτίδα. Φτωχή μου, πόσα οοομ έπρεπε να κάνεις ακόμα.
«Η δικιά μας, θα είναι μία σχέση βασισμένη στην προσφορά αγάπης και αμοιβαίας εμπιστοσύνης», σου είπε. Ετσι, μόνο η αγάπη ενεργοποιεί τις συμπαντικές δυνάμεις.
Το μόνο που έπρεπε να κάνεις να βγάλεις κυλότα, παπούτσια και κραγιόν. Μα γιατί το κραγιόν, εξάλλου είναι φυτικό. Σε προσκάλεσε να χαλαρώσεις.
Το στρώμα ήταν στρογγυλό, ριγμένο στο πάτωμα. Ξάπλωσες. Εισπνοές εκπνοές μέχρι που έγινες ένα με το πάτωμα. Μάτια κλειστά, πόδια ανοιχτά.
Ενιωθες τη θέρμη απ΄τα χέρια του, ανεβοκατέβαιναν στο σώμα σου χωρίς να σε αγγίζουν ακριβώς,σε διέτρεχαν, χωρίς ποτέ να εφάπτονται.
Δεν κοιμόσουν αλλά δεν ήσουν και ξύπνια.
Χρόνος αδιευκρίνιστος, ίσως 5 ίσως 25 λεπτά να΄χαν περάσει όταν άρχισες να νιώθεις κάτι να σε εμβολίζει στον αριστερό γοφό,μετά στο μηρό, στη γάμπα, στις γυμνές πατούσες. Μια ευχάριστη πίεση από κάτι οικείο. Και πάλι γάμπα, μηρός και συνέχεια προς τα πάνω από τα δεξιά τώρα.
Στο λαιμό η εικόνα του εμβόλου άρχισε να σχηματοποιείται, όταν όμως άγγιξε κρόταφο ήρθε η απάντηση.
Μα τι κάνει!
Τι κάνει κούκλα μου, σ΄εγχειρίζει ο master, εντάξει λαπαροσκοπικά και είναι όντως big.
Σ΄έφερε βόλτα τρεις φορές με τον ίδιο τρόπο. Ενας οργασμικός αναστεναγμός πλημμύρισε το δωμάτιο.
Κατεβαίνοντας τις σκάλες προς την έξοδο και παρά την αποχαύνωση κατόρθωσες να κάνεις έναν απλό συλλογισμό: Σε ξεβράκωσε ένας ωραίος άγνωστος στο χώρο του, τον βοήθησες να φτάσει στη κορύφωση κάνοντας απολύτως τίποτα, τον ευχαρίστησες, του έδωσες 150 ευρώ και έφυγες με το βρακί στην τσάντα ποτισμένο με το αμφιβόλου ποιότητας σπέρμα του.
Τα βήματά σου ακολούθησαν τη μυρωδιά του δρόμου. Λίγη τοξίνη να΄ρθεις στα ίσα σου. Ο ιδρωμένος σουβλατζής σου΄δωσε το τυλιχτό στο χέρι. Μεταλλαγμένο μπιφτέκι με πατάτα τηγανισμένη σε πετρέλαιο. Φουλ τριγλυκερίδιο, να κολυμπήσει στο στομάχι σου και καπάκι μία κόκα-κόλα να νιώσεις άνθρωπος και ένα τσιγάρο τράκα από τον κοιλαρά περαστικό να βρωμίσει το χνώτο.
Το ξαφνικό γέλιο σου τράβηξε τα γύρω βλέμματα. Απλή περίπτωση γυναικείας υστερίας, κατά το Φρόυντ.
Στο ξεχειλισμένο καλάθι, μαζί με τη λαδόκολα πέταξες με μια κίνηση και την κιλότα, μετά από μικρό δισταγμό.
Ακου, πέικι… Ε το μαλάκα τον Ευταξία, μονολόγησες γελώντας μέχρι που έστριψες στη γωνία.

Άλκηστη Μαυράκη, "Μάγκυ δε κατ"

Eίμαι η Μάγκυ δε κατ, βασίλισσα της πόλης, αρχόντισσα της πολυκατοικίας, κυρία της ταράτσας. Μπορεί να περάσουν μέρες χωρίς να πατήσω το πόδι μου στη γη.

Πετώ. Από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, από ταράτσα σε ταράτσα, από όροφο σε όροφο. Ξέρω όλα τα περάσματα. Ελίσσομαι μέσα από κάγκελα και σπασμένες τζαμαρίες. Λυγίζω, δεν σπάω. Όταν ματώνω, γλείφω την πληγή μέχρι που κλείνει. Πηδώ στον αέρα για να περάσω απέναντι, σκαρφαλώνω τοιχάκια, αναρριχώμαι σε πέργκολες και κορμούς. Σκληρή εξάσκηση με βοηθά να κάνω το δύσκολο και κοπιαστικό να φαίνεται φυσικό και ευχάριστο. Όταν πέφτω, προσγειώνομαι όρθια.

Είμαι η Μάγκυ δε κατ. Το τρίχωμά μου είναι απαλό, τα νύχια μου είναι κοφτερά.

Σκοτώνω. Όταν πρέπει. Ακρίδες, σαμιαμίθια, ποντίκια, πουλάκια∙ για να φάω. Άλλες γάτες∙ για να προστατέψω την περιοχή και τα μικρά μου. Επειδή μπορώ. Χτυπώ τον εχθρό γρήγορα και στο καταλληλότερο σημείο. Όταν έχω τις μαύρες μου, ηλικιωμένες μοναχικές γυναίκες, στοργικές μανάδες, άνδρες με ευαισθησίες με ταϊζουν από μαριδάκι τηγανητό μέχρι κονσέρβες Whiskas, με χαϊδεύουν και μου προσφέρουν κατάλυμα καθαρό, ζεστό και ασφαλές. Προσφέρω την παρουσία και την τρυφερότητά μου, παίζω με τα παιδιά τους, με επιδεικνύουν σε φίλους και γνωστούς.

Είμαι η Μάγκυ δε κατ. Είμαι κοντούλα και παχούλα κι όταν κουνώ την ουρά μου μπορώ να την σπάσω σε εκατό διαφορετικά σημεία.

Απολαμβάνω. Τον ήλιο∙ τις καυτές μέρες του καλοκαιριού ξαπλώνω στα μωσαϊκά στις ταράτσες των παλιών πολυκατοικιών και αισθάνομαι να λιώνω και να γίνομαι ένα με την πέτρα. Τα παιχνίδια με τις άλλες γάτες που μεγαλώσαμε μαζί∙ τριβόμαστε η μια πάνω στην άλλη, κυνηγιόμαστε με μεγάλες ταχύτητες σε στέγες και σκάλες, παλεύουμε αποφεύγοντας να πονέσουμε η μια την άλλη, αν και καμιά φορά μπορεί να μας ξεφύγει ένα δάγκωμα πιο δυνατό απ’ ότι το παιχνίδι επιτρέπει και τότε τα αίματα ανάβουν και μπορεί να ξεσπάσει καβγάς κανονικός.
Μα πιο πολύ μου αρέσουν εκείνες οι ημέρες που με αναζητούν οι αρσενικοί. Με κοιτούν, με ακολουθούν. Κάθομαι στο ψηλότερο σημείο της σκάλας κι αυτοί παρατάσσονται γύρω μου. Δε βιάζομαι να επιλέξω το δυνατότερο για να τον αφήσω να με πλησιάσει. Ύστερα απολαμβάνω τον πόνο κι εκείνη την στιγμή που έρχεται από μόνη της. Κι όταν γεννηθούν τα μικρά μου, μου αρέσει να τα νιώθω ξαπλωμένα δίπλα και πάνω μου, να κοιμόμαστε έτσι κουλουριασμένοι και να τα παρακολουθώ να μεγαλώνουν, μέχρι που δε με χρειάζονται πια.

Είμαι η Μάγκυ δε κατ. Ό,τι και να κάνω, ό,τι και να ζήσω, θέλω λίγο ακόμα κι ο χρόνος δεν μου είναι ποτέ αρκετός.

Ξαγρυπνώ. Αγαπώ τη νύχτα. Το σκοτάδι καλύπτει τις ατέλειες και τις δυσκολίες και όλα γίνονται πιο ήρεμα, όμορφα και πιθανά. Κοιμάμαι μόνο όταν κλείνουν τα μάτια μου. Νύχτα και μέρα γυρίζω και ψάχνω. Αναζητώ νέες διαδρομές, παρατηρώ τους ανθρώπους. Βλέπω το νεαρό ζευγάρι του πρώτου ορόφου να πίνει καφέ στην στενή τους κουζίνα. Το αγόρι στρίβει τσιγάρο και μετά ένα δεύτερο για το κορίτσι. Στον τρίτο δυο γυναίκες δουλεύουν προσηλωμένες η καθεμιά στην οθόνη του υπολογιστή της. Σε κάποια στιγμή η μια σηκώνεται και φέρνει ένα κουτί γλυκά από την κουζίνα. Προσφέρει στην άλλη, μιλάνε και γελάνε δυνατά. Δίπλα ένα μωρό κοιμάται στην κούνια του και μια μεσόκοπη γυναίκα μαγειρεύει. Σιγοτραγουδάει σε μια γλώσσα διαφορετική απ’ αυτή των άλλων και μετράει τις ώρες μέχρι το απόγευμα που έρχονται οι γονείς του μωρού κι εκείνη μπορεί να πάει σπίτι της. Το απόγευμα εμφανίζεται κι ο ένοικος του δευτέρου ορόφου της διπλανής πολυκατοικίας. Δε μένει πάντα εδώ. Όποτε έρχεται βάζει δυο τρία πλυντήρια και το μπαλκόνι του γεμίζει χακί ρούχα. Δυο ορόφους πιο πάνω έχει μαζευτεί πολύς κόσμος και μυρίζει φαγητό που ψήνεται σε φούρνο. Μια νέα γυναίκα με ψηλά τακούνια βγαίνει στη βεράντα μιλώντας χαρούμενα στο τηλέφωνό της και γνέφει σε κάποιον στο δρόμο. Στον πέμπτο μένει ένας γέρος άντρας. Παλιότερα ζούσε με τη γυναίκα του, έπειτα εκείνη πήδηξε από το μπαλκόνι κι από τότε ζει με την τηλεόρασή του. Σε λίγο θα ξημερώσει και τον έχει πάρει ο ύπνος στον καναπέ μπροστά της.
Κάπως έτσι σε γνώρισα. Είχα περάσει πολλές φορές από την ταράτσα σου. Το δωμάτιό σου ήταν γεμάτο φωτογραφικές μηχανές και άλλα περίεργα εξαρτήματα. Εικόνες παντού ∙ σε κάδρα στους τοίχους, πεταμένες στα τραπέζια, τακτοποιημένες σχολαστικά σε μεγάλα άλμπουμ. Έδειχναν ανθρωπους, τοπία, κτίρια. Πορτρέτα, σκηνές καθημερινές, μεγάλα γεγονότα. Καθαρές, σίγουρες γραμμές, έξυπνες γωνίες, τρυφερό βλέμμα. Από το μισάνοιχτο παράθυρο ακουγόταν συχνά μια μουσική από οξείς ήχους, που έμοιαζαν με τις κραυγές της φυλής μου στην στέγη, σε απρόσμενους συνδυασμούς και έντονους ρυθμούς. Κι εσύ σκυμμένος πάνω από το γραφείο σου, επεξεργαζόσουν τις φωτογραφίες σου στο κομπιούτερ. Οι εικόνες αντικατοπτριζοταν στους φακούς των γυαλιών σου με το μαύρο χοντρό σκελετό. Έσβηνες ό,τι σε ενοχλούσε εδώ, πρόσθετες μια λεπτομέρεια εκεί, άλλαζες λίγο τα χρώματα ξανά και ξανά. Μια μέρα, διέσχιζα βιαστικά τη βεράντα σου, όταν το βλέμμα σου περιπλανήθηκε αφηρημένα στην επιφάνειά της ∙ με είδες, σε είδα.
Με κοιτούσες, σε κοιτούσα. Μου έφερνες μπαλάκια με όμορφα σχέδια για να παίζω, άφηνα πεθαμένα ζωύφια και ό,τι άλλο ενδιαφέρον έβρισκα στις περιπλανήσεις μου στην μπαλκονόπορτά σου. Τα πρωινά έκανα χίλια ακροβατικά στη λεπτή κουπαστή του κιγκλιδώματος μπροστά σου με τη χάρη γυμνάστριας πάνω στη δοκό. Τα βράδια άφηνες το φως της βεράντας σου αναμμένο. Έβλεπα καλύτερα και φοβόμουν λιγότερο έτσι. Όταν σε αισθανόμουν συννεφιασμένο, στεκόμουν απέναντι σου, σου ανοιγόκλεινα τα μάτια όπως ο φάρος αναβοσβήνει το φως του, και σου νιαούριζα απαλά. Κάποιες Κυριακές συναντιόμασταν στην ταράτσα σου. Διάβαζες την εφημερίδα σου κι εγώ τεντωνόμουν και λουζόμουν – γυάλιζα το τρίχωμά μου με τη γλώσσα μου – λίγο πιο ‘κει. Μερικές φορές πλησιάζαμε ο ένας τον άλλο. Με άγγιζες με το μπατζάκι του παντελονιού σου, σε άγγιζα φευγαλέα με την άκρη της ουράς μου.
Σε βλέπω να με κοιτάς μέσα από το τζάμι της μπαλκονόπορτας. Την ανοίγεις μια χαραμάδα και βγάζεις έξω μόνο το κεφάλι σου.
- Τι κάνεις εκεί; με ρωτάς και έρχεσαι προς το μέρος μου, ξυπόλυτος και με τα μαλλιά ανακατωμενα ακόμα από τον ύπνο.
Στέκομαι στην άκρη της βεράντας με τα χέρια μου να πιάνουν την κουπαστή και την κοιλιά μου να την ακουμπά. Κάτω και γύρω μου ταράτσες, μπαλκόνια, απλωμένα ρούχα, γλάστρες με κάθε λογής φυτά, κεραίες, καμινάδες. Επάνω ο ουρανός ανακουφιστικά απλός και απέραντος σε ένα ανοιχτό γκρι μπλε. Πίσω μου εσύ.
- Κάνει κρύο, μου λες και περνάς το χέρι σου γύρω από τη μέση μου. Γέρνω πάνω σου και νιώθω το σώμα μου να λύνεται επιτέλους, τους μυς να χαλαρώνουν ένας ένας, το αίμα να τρέχει στις φλέβες και να καταλήγει στα χέρια μου, που πέφτουν δίπλα στους γοφούς. Οι καρποί μου σπάνε και οι φούχτες μου ανοίγουν σαν πέταλα λουλουδιών λαχταρώντας να σε αγγίξουν.
- Γιατί ξύπνησες τόσο νωρίς; Ξέρεις τι ώρα είναι;
- Δεν είχα ύπνο, σου απαντώ.
Το μπράτσο σου γύρω μου με σφίγγει και με αφήνει σα να δοκιμάζεις τη δύναμή σου. Μπράτσο από σίδερο. Bras de fer…
- Εκείνη η γάτα, που περνούσε από εδώ, τι απέγινε, πού είναι; σε ρωτώ χωρίς να σε κοιτάζω.
- Α, την θυμάσαι. Νόμιζα ότι δεν την είχες προλάβει. Εξαφανίστηκε εκείνες τις μέρες που σε γνώρισα. Την έχασα φαίνεται. Ρουφάς λίγο τα μάγουλά σου προς τα μέσα και ακούγεται εκείνο το ελαφρύ πλατάγισμα της γλώσσας που κάνεις σε ένδειξη αμηχανίας και αποδοχής μιας πραγματικότητας που δε σου αρέσει.
- Δεν την έχασες, γυρίζω το κεφάλι μου και σου λέω χαμογελώντας. Και με μια γρήγορη κίνηση γλείφω το μάγουλό σου με την άκρη της γλώσσας μου.

Θανάσης Μυστακίδης, "Φαρ, Φαρ Ουέστ"


1.
Ο «Διπλή Φωτιά» ζει στην βορειοανατολική Οκλαχόμα, δε μπορεί να αντιμετωπίσει τις τετράγωνες λογικές και νιώθει καμένος. Αυτό το τελευταίο δεν είναι κάτι που το αισθάνεται περιστασιακά, τα πέντε τελευταία χρόνια το φαινόμενο είναι καθημερινό. Ένα μυρμήγκιασμα που ξεκινάει από τις φουρτουνιασμένες θάλασσες της καρδιάς και φτάνει μέχρι τις παγωμένες πλέον στέπες του εγκεφάλου, μία δόνηση σεισμική, ένα ηλεκτροσόκ που χτυπάει σε κύματα, απλώνεται σε κλάσματα δευτερολέπτου στην απέραντη έκταση που ορίζεται από το DNA της κληρονομιάς του και τον ακινητοποιεί. Βαρέθηκε να το πολεμάει, δεν υπάρχει γιατρός λέει για αυτό το πράγμα, είναι πιστεύει κληρονομικό, η μόνη του αντίσταση πια ένα άρρυθμο πέρα-δώθε με τη κουνιστή ξύλινη πολυθρόνα –τοποθετημένη στην κουπαστή της αγροτικής μονοκατοικίας να κοιτάει βορειοανατολικά προς τα προγονικά εδάφη της Μινεσότα– και το ψιθύρισμα ενός πολύ παλιού τραγουδιού που πάει κάπως έτσι:

«Πολλές φορές κατηγορώ τον εαυτό μου / Όταν αφήνομαι να με ταξιδέψει ο άνεμος / Ψηλά στον ουρανό»

Βυθισμένος συνέχεια σε σκέψεις πέφτει σε λήθαργο. Είναι εκεί και δεν είναι. Όταν επιστρέφει από τα απροσδιόριστα αυτά ταξίδια, άσχετα αν η «Αέρας που Φυσάει» στέκεται δίπλα του να του κρατάει συντροφιά, φοράει θαρρείς τη μάσκα ενός φιλόσοφου και ρητορεύει, «άνοιξε ένα χάρτη των ΗΠΑ και δες. Όσο κινείσαι από τα ανατολικά προς τα δυτικά οι εκτάσεις που ορίζουν τις πολιτείες γίνονται όλο και πιο τετράγωνες, σαν κλουβιά φυλακών, σαν τσιμεντένια διαμερίσματα της πόλης. Ξέρεις γιατί έγινε αυτό; ρωτά κοιτώντας το άπειρο αλλά δεν περιμένει απάντηση. «Η ιδιοκτησία πρέπει να είναι τετράγωνη, για να είναι πιο εύκολη η καταγραφή της, να υπολογίζεται πιο εύκολα το εμβαδόν της, σιχάθηκα πια, τετράγωνες λογικές... καταδικασμένοι να βάλουμε όλα αυτά που μας προσδιόρισαν, νερά-δέντρα-ήλιο και άνεμο σε τετράγωνα κουτιά για την επικείμενη μετακόμιση. Δεν πρόκειται να στεριώσουμε πουθενά, ούτε στη ζωή, ούτε στο θάνατο, αυτή είναι η μοίρα που κληρονομήσαμε».
Γενικά, τις τελευταίες 15 μέρες ο «Διπλή Φωτιά» δεν έχει διάθεση για αμπελοφιλοσοφίες. Τα κτήματα με τα καλαμπόκια θα μπορούσαν να τον κρατούν απασχολημένο ολόκληρη τη βδομάδα, μέρα και νύχτα, αντιδρά όμως πεισματικά στη σκέψη να βασανίσει το κορμί του πάνω σε αμφισβητούμενα, αυτή την εποχή, τετράγωνα. Τώρα, όταν κατεβαίνει στην πόλη με τα πολύχρωμα φώτα, τα ψηλά κτίρια και τις δύο λεωφόρους, μιάμιση ώρα δρόμος με το αυτοκίνητο, αποφεύγει να κάνει γύρους στα τετράγωνα μήπως και δει κάποιον άρρωστο δικό του. Το θέαμά τους τον λυγίζει, περισσότερο γιατί τον φέρνει αντιμέτωπο με ένα βάρος που αποδείχτηκε πως αδυνατούσε να σηκώσει. Τα τελευταία πέντε χρόνια, όσο δηλαδή και το διάστημα που υποφέρει από τα συμπτώματα της κάψας, αναγορεύτηκε τελετουργικά επικεφαλής σε αγώνα, χαμένο πολύ πριν ακόμα ξεκινήσει.
- Πώς πήγε η δουλειά χτες;

2.
Η «Αέρας που Φυσάει» ζούσε στη βορειανατολική Οκλαχόμα, συγκε-κριμένα στο Όκροκ, μιάμιση ώρα δρόμο με το αυτοκίνητο από την πόλη της Τούλσα, βρίσκει αρκετή λογική στα πράσινα τετράγωνα με τους αριθμούς από το μηδέν εως το τριάντα έξι, ξυπνάει δε κάθε φόρα από τον βαθύ της ύπνο με μια επίπλαστη αυτοπεποίθηση αποτυπωμένη τόσο στις κόρες του ματιού της όσο και στα ζουμερά της στήθη, με μία αίσθηση δηλαδή ότι σήμερα θα είναι η τυχερή της μέρα. Αν και βγαίνει σπάνια στο μπαλκόνι της μονοκατοικίας - όταν το κάνει κοιτάει ασυνείδητα δυτικά προς το Λας Βέγκας - ο καθαρός αέρας της επαρχίας από τη μια και τα καλά φιλοδωρήματα από την άλλη την βοήθησαν να διατηρήσει μια απίστευτα καλλίγραμμη σιλουέτα.
Με τον «Διπλή Φωτιά» παντρεύτηκαν -έφηβοι σχεδόν- από μία ρομαντική παρόρμηση, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, πραγματικός κυκλώνας η μικρή που τον συνεπήρε, πολλαπλασίαζε τις εστίες πυρκαγιάς μέσα του και του χάριζε την αίσθηση της αθανασίας, κάτι αντίστοιχο ένιωσε και αυτή, ήταν ο μόνος που μπορούσε να τη ζεστάνει όταν ο καιρός μέσα της λυσσομανούσε. Και οι δυο μαζί μπορούσαν να δώσουν στην ζωή όποιο σχήμα ήθελαν, δεν υπήρχε κάτι που να τους φοβίζει. Στην αρχή είχαν τα καλαμπόκια πάνω στα τρίγωνα χωράφια, τα παιδιά στα οβάλ παιδικά κρεβάτια, τα κυκλικά τραπέζια με τα υγιεινά πιάτα, τους στάβλους που είχαν το σχήμα φεγγαριού. Όχι πολύ καιρό μετά, προέκυψαν βόλτες γύρω από φωταγωγημένες με νέον γειτονιές, η ζωή τους αναζητούσε να βρεί μια τάξη σε πιο σταθερά σχήματα. Αυτές δεν άργησαν να δώσουν επισκέψεις σε ισόγεια εντυπωσιακών κτιρίων που φιλοξενούσαν αριθμούς σε τετράγωνα κουτάκια. Εκεί, πριν από πέντε χρόνια, η «Αέρας που Φυσάει» παραδώθηκε σχεδόν αμαχητί σε τετράγωνες λογικές.
- Ήρθαν πάλι από τη δουλειά οι φίλοι σου. Ήπιαν αρκετά, ο «Καθισμένος Βούβαλος» δεν έβλεπε μπροστά του, δεν ξέραν τι κάνανε - που θα πάει αυτή η κατάσταση;
- Αφού το ξέρουν ότι θα εξελιχτεί έτσι, γιατί τους επέτρεψαν την είσοδο; για να τους πετoύν μετά έξω όπως τις προάλλες ξεφτιλίζοντας μας «να οι ένδοξοι Τσερόκι» ... οι αλήτες, οι μπεκρήδες, οι χαρτοπαίκτες...
- Πλήρωσαν κανονικά εισιτήριο... δεν έγινε έτσι τις προάλλες..
- Ξέρω πολύ καλά τι έγινε... μίλησα στο τηλέφωνο με τον «Βρεγμένο Γρασίδι»... δεν καταλαβαίνω... μου υπερασπίζεσαι συνέχεια το καζίνο. Θες δηλαδή να πεις ότι τους εξαγοράζουν λίγο, λίγο; Σύνελθε γαμώτο... δεν καταλαβαίνεις ότι προσπαθούμε με νύχια και με δόντια τα τελευταία πέντε χρόνια να γλιτώσουμε το Όκροκ, τη γη μας γαμώτο, οι Τσερόκι ήρθαμε εδώ το 1789....
Ο Τζακ μου είπε ότι....
- Δεν με ενδιαφέρει τι είπε ο λευκός....

3.
Ο κύριος Τζακ Σμιθ που ζει σε μια τεχνηέντως υπερτιμημένη βίλα στο καλύτερο προάστιο της Τούλσα, έχει να επιδείξει μια πλούσια καριέρα στην βιομηχανία της διασκέδασης. Αυτό όμως που ομολογουμένως μέτρησε περισσότερο για την θέση του γενικού διευθυντή είναι το γεγονός ότι θήτεψε δίπλα σε προσωπικότητες με ιδιαίτερη γνώση των μεθόδων ξεπλύματος χρήματος. Νιώθει στυγνός, τετράγωνος επαγγελματίας, όσα απίστευτα και να περνάνε μπροστά από τα μάτια του κάθε μέρα, αυτός θα πρέπει να παραμένει άκαμπτος, προσηλωμένος στον στόχο που για τον απλό χαρτοπαίκτη δεν είναι τίποτα περισσότερο από το κέρδος. Το ωράριό του είναι συνεχές, όταν προκύψει κάποιος χρόνος την πέφτει σε γυναίκες, άγαρμπα τις περισσότερες φορές αλλά με επιτυχία, ξέρει απέξω και ανακατωτά πως να τους δημιουργεί την αίσθηση της «τυχερής μέρας».
Την «Αέρας που Φυσάει» την γνώρισε μια ανοιξιάτικη νύχτα πριν πέντε χρόνια, να τραβάει με απορία τον μοχλό του κουλοχέρη, το ότι της μίλησε δεν ήταν για να ικανοποιήσει τον ανδρικό του εγωισμό, ούτε είχε νιώσει τίποτα βαθύτερο όταν μια τετράδα γεροδεμένων ανδρών με ινδιάνικα χαρακτηριστικά τον πλησίασαν και μεταξύ των άλλων που του είπαν του δείξαν τη φωτογραφία της σε μια ηλεκτρονική οθόνη. Απλά ήταν τετράγωνος. Δούλεψε σιγά-σιγά, μεθοδικά, για αυτό του πήρε χρόνο, έπρεπε να την πάρει με το μέρος του, δηλαδή μακριά από την επιρροή του άνδρα της. Όταν πια της προσέφερε τη θέση της προϊσταμένης, δουλειά με παχυλή αμοιβή, είχε φτάσει στο τελευταίο στάδιο, ήταν αδύνατο για αυτή να αρνηθεί, όλο αυτό τον καιρό περίμενε άλλωστε την τυχερή της μέρα, δοκιμάζοντας με αμυδρή επιτυχία στα τραπέζια και τους κουλοχέρηδες. Άδικα πάσχιζε ο «Διπλή Φωτιά» να την επαναφέρει, είχε χαθεί κάθε έλεγχος των ανέμων που σφύριζαν στην ψυχή της.
Για τους Τσερόκι του Όκροκ αυτό σήμαινε ουσιαστικά αφανισμό, η επιτροπή που είχαν δημιουργήσει εδώ και κάμποσο καιρό με πρωτοβουλία του «Διπλή Φωτιά» για να υπερασπιστούν τις εκτάσεις των προγόνων τους από την επικείμενη επιδρομή των διοικούντων το καζίνο θα διαλυόταν αν γινόταν γνωστό πως η γυναίκα του προέδρου υπηρετούσε το αντίπαλο στρατόπεδο.Τους πρόλαβε όμως η μπίλια... η «Άνεμος που Φυσάει» έπαθε αμόκ όταν συνειδητοποίησε πως ακόμα και ως μέλος του προσωπικού δεν μπορούσε να κερδίσει –κοροϊδεύοντας– τα μηχανήματα. Έκλεψε ένα περίστροφο από κάποιον της ασφάλειας, όρμησε σε ανύποπτη στιγμή στο γραφείο του Τζακ και.... τα υπόλοιπα είναι ήδη ιστορία.
Ο «Διπλή Φωτιά» αναζωπυρώθηκε μόλις το έμαθε. Φόρεσε την παραδοσιακή του φορεσιά, βγήκε στο χωράφι του και άρχισε να εκτελεί το τελετουργικό του πολέμου, όπως ακριβώς του το είχε μάθει ο παππούς του.

«Μια φωνή / θα στείλω / Θα ακουστεί / σε ολόκληρη τη γη / Μια φωνή / στέλνω τώρα / ακουσέ την / θα ζήσω!»

Ελένη Γαλάνη, "ΕΜΥ"

Διατρέχει βιαστικά τα ρούχα της στην ντουλάπα που ασφυκτιά από το βάρος του φορτίου της. Αναστενάζουν οι κρεμάστρες, πάλι δεν πρόλαβε να ξεχωρίσει τα άχρηστα, να τα δώσει, όλο λέει θα τα ξεφορτωθεί να ανοίξει χώρο για τα καινούρια, αλλά δεν βρίσκει τον χρόνο...
Ένα πολύχρωμο πάτσγουορκ από υφάσματα αποκαλύπτει μπροστά της μια παλέτα επιλογών. Διαθέτει αξεσουάρ για κάθε λογής περίσταση, ποικιλόχρωμες ομπρέλες, αδιάβροχα, παλτά, μέχρι και περίτεχνα μανικετόκουμπα έχει μαζί με τσάντες, τσαντάκια μικρά, μεγάλα, με πούλιες, με κρόσσια, με στρας, με κονκάρδες, φθηνά, ακριβά, ακριβότερα καπέλα και σκουφιά, κασκόλ, ζώνες φαρδιές και λεπτές, γυαλιά για το σκι, για την παραλία, διπλά γουνάκια για το κρύο… .
Εδώ και χρόνια, τα καθημερινά προβλήματα έχουν αποκτήσει όνομα και ταυτότητα, οι κίνδυνοι, μετρήσιμοι και προβλέψιμοι, παρατεταγμένοι με τάξη μαζί με όλα τα πιθανά ενδεχόμενα σε διαφορετικά χρώματα και υφάσματα στην ντουλάπα, ντύνουν κάθε περιστατικό με μια εναλλακτική ενδυματολογική εκδοχή. Όλο αυτό το σύμπαν το έχει στριμώξει με επιτυχία σε κουτάκια λευκά μέσα στα συρτάρια, αγορασμένα σε οικονομική τιμή από το ΙΚΕΑ..
Σωρεύτηκαν με τα χρόνια τα αντικείμενα, πολλαπλασιάστηκαν τα ζακετάκια και οι κασμιρένιες εσάρπες, τα γάντια από δέρμα, δερματίνι, μαλλί, ακόμα και δαντελωτά έχει αγοράσει και βελούδινα, για εμφανίσεις ιδιαίτερες βραδινές, για την δουλειά, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου χρειαστεί, ας είμαστε προετοιμασμένοι για τα χιόνια, για την βροχή, για τον καύσωνα, για τις εξορμήσεις του τριημέρου, για κάποια ειδική περίπτωση, για μία μοναδική στιγμή…
Αφόρετα τα περισσότερα ρούχα της, έχει ο καιρός γυρίσματα, σκέφτεται, θα’ ρθει κι η δική τους η ώρα, σε λίγο, σε πολύ, σε περισσότερο…..
Ντύνεται και χτενίζεται.
Από τότε που χώρισε έχει επιστρέψει στο παιδικό της δωμάτιο.
Το πρωί δεν ανοίγει τα παράθυρα. Δεν χρειάζεται. Δεν προλαβαίνει. Κάνει όσο μπορεί σιγά να μην ξυπνήσει την μητέρα της. Την περιμένει το βράδυ που θα γυρίσει από την δουλειά. Για τις ειδήσεις των 8. Το δελτίο καιρού, τα εντυπωσιακά μοντέλα με τα αμάνικα βραδινά (δεν χειμωνιάζει ποτέ στα στούντιο, δεν ξημερώνει;), που επιδεικνύουν με χορευτικές κινήσεις τα μελλούμενα στον μετεωρολογικό χάρτη. Παρακολουθούν με ευλάβεια σχεδόν θρησκευτική τις σύγχρονες αυτές ιέρειες, σα να εξαρτάται από τους χρησμούς τους το προσωπικό τους μέλλον.
«Εμυ, παιδί μου, θα έχει ομίχλη σήμερα, να προσέχεις», ακούγεται από το βάθος του διαδρόμου η φωνή της μητέρας της σαν από κακόηχο χωνί. Πάλι την ξύπνησε , πάλι λαγοκοιμάται…..
Κοντοστέκεται στην εξώπορτα, επιθεωρώντας αποδοκιμαστικά την σημερινή περιβολή της.
Ομίχλη…
Πώς να προστατευτείς από την ομίχλη;

Αλεξάνδρα Μαραγκοπούλου, "Η άλλη"

Εκείνο το πρωί φυσούσε νότιος άνεμος. Όταν κατέβηκε από το λεωφορείο, ο αέρας σήκωσε τη φούστα της, κι εκείνη κατευθύνθηκε προς το περίπτερο όπου αγόρασε εφημερίδα και τσιγάρα. Στο νούμερο τριάντα πέντε άνοιξε την πόρτα και αναζήτησε το πολεοδομικό γραφείο της νομαρχίας. Πρώτος όροφος, γραφείο δύο. Ζήτησε τρία επικυρωμένα αντίγραφα από τον υπάλληλο, εκείνος την έστειλε στο πρωτόκολλο, περίμενε.

Στο βάθος, τρεις γυναικείες φιγούρες εργάζονταν εντατικά, κουβαλώντας έγγραφα και βιβλία πρωτοκόλλου. Μία από τις τρεις φιγούρες προχώρησε στο γκισέ και της παρέδωσε τα επικυρωμένα αντίγραφα. Έκπληκτη, παρατήρησε πόσο της έμοιαζε η κοπέλα. Ίδια μάτια, ίδια μαλλιά, ο ίδιος σωματότυπος, ίσως η μύτη λιγότερο στραβή από τη δική της. Καθώς υπέγραφε το ογκώδες βιβλίο πρωτοκόλλου, παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού την υπάλληλο. Ήταν σχεδόν απαράλλαχτη μ’ εκείνη.

Ταράχτηκε. Νόμιζε ότι κάποιος την παρακολουθεί ενώ εκείνη ήταν που παρακολουθούσε κάθε κίνηση αυτής της γυναίκας. Η άλλη πιθανώς να μην είχε προσέξει την ομοιότητά τους. Ένιωσε προσβεβλημένη, σαν να μην υπήρχε, σαν να της είχαν κλέψει τον μισό εαυτό. Σκέφτηκε να την παρακολουθήσει μετά το σχόλασμα, να δει πού μένει, πώς κινείται στο δρόμο, πώς είναι ντυμένη. Ήταν σαν να είχε μια άλλη ζωή που δεν γνώριζε… σαν να είχε άλλες συνήθειες, άλλες προτιμήσεις, άλλους φίλους… Σαν να κρατούσε το πιρούνι με το αριστερό, ή να έτρωγε μπανάνες ενώ της άρεσαν τα μήλα. Σα να πρέπει να κοιμάται από το δεξί πλευρό ενώ εκείνη κοιμάται από το αριστερό. Έφυγε από την πολεοδομία ταραγμένη, για τρεις μέρες δεν μπορούσε να φάει. Ένιωθε σαν να κουβαλούσε δύο ξεχωριστές ψυχές στο ίδιο σώμα. Είχε ακούσει για ανθρώπους που νόμιζαν ότι έχουν εφτά προσωπικότητες, αυτοί όμως είναι διαταραγμένοι. Αυτό που της συνέβη ήταν διαφορετικό. Είναι σαν να συναντάς στο δρόμο κάποιον που μοιάζει πολύ με κάποιον φίλο ή γνωστό σου, μόνο που είναι άλλος άνθρωπος, είναι αλλιώτικα ντυμένος, κάτι του λείπει, οι κινήσεις και οι εκφράσεις του είναι διαφορετικές, και κυρίως όταν τον χαιρετάς δεν σε αναγνωρίζει, δεν σε βλέπει, ούτε εσύ υπάρχεις εκείνη τη στιγμή ούτε εκείνος. Συγχυσμένη, κλείστηκε στο σπίτι για να μην συναντήσει κανέναν. Κλωνοποιημένοι άνθρωποι με ηλίθιο χαμόγελο, που έτρεχαν ακατάπαυστα στους δρόμους της πόλης και που ανεβοκατέβαιναν στα λεωφορεία φορώντας παντελόνια, κατέκλυσαν τα όνειρά της.


Σε λίγες μέρες συνήλθε και ξαναβρήκε τον εαυτό της. Φόρεσε τη φούστα της, βγήκε στο δρόμο. Ο ουρανός ήταν καθαρός και φυσούσε βοριάς.

22 Φεβ 2009

Μέμη Κατσώνη, "Κατσιφάρα"

(Σωτήριον έτος 1831)

Δευτέρα 13/9
Καιρός θαυμάσιος, διάθεση εξαιρετική. Η φυλάκιση του πατέρα παρατείνεται, διαψεύδεται απόπειρα αυτοκτονίας της μητέρας. Δείπνο με Ζαΐμη, χταπόδι γιαχνί. Ο Κ εξακολουθεί να προωθεί αναδασμούς και απορρίπτει τις δικές μας αποζημιώσεις. Υποπτεύομαι πως είναι μαρξιστής.

Τρίτη 15/9
Καιρός νεφελώδης, διάθεση καλή. Γεύμα με το γάλλο Πρέσβη, αγκινάρα και μπακαλιάρος με κρέμα. Νοσταλγώ τα γεύματα με τον Ιμπραήμ. Το απόγευμα συναντώ τον Κωνσταντίνο που μου επισημαίνει πως ο Μαρξ είναι μόλις δεκατριών ετών. Τόσο νέος και ήδη μαρξιστής!

Τετάρτη 16/9
Καιρός αδιάφορος, διάθεση κακή. Προβλήματα πεπτικού. Νέες διαδώσεις για πιθανή αποφυλάκιση του πατέρα. Ο ναύαρχος δεν συμφωνεί με τα σχέδιά μας. Η μητέρα όντως προσπάθησε να θέσει τέρμα στη ζωή της. Κράτησε την αναπνοή της κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης της Προς Ρωμαίους Επιστολής στο μητροπολιτικό ναό του Άργους. Ο Κωνσταντίνος πιστεύει πως είναι ανώριμη.

Πέμπτη 17/9
Καιρός καλύτερος, διάθεση επίσης. Πεπτικό βελτιώνεται. Γεύμα με τον Ηλία και τους Άγγλους − επιτέλους γάστρα. Κανονίσαμε τις λεπτομέρειες και το χτύπημα θα γίνει την Κυριακή. Μαθαίνω με λύπη μου πως ο ναύαρχος αποσύρει την υποστήριξή του. Η μητέρα ονόμασε το γάτο του Ηλία ‘Μιαούλη’ και το νέο διέρρευσε. Ο Κωνσταντίνος έχει δίκιο. Είναι ανώριμη.

Παρασκευή 18/9
Καιρός βροχερός, πόνοι στις κλειδώσεις. Η μητέρα επέστρεψε για να μου κάνει εντριβές. Ο Κ ανθίσταται στις πιέσεις των δυτικών με τη σταθερή υποστήριξη της Ρωσίας. Μάλλον υφίσταται μυστική συμφωνία με το μαρξιστικό-λενινιστικό στοιχείο. Ο Κωνσταντίνος λέει πως ο Λένιν θα γεννηθεί σε τριάντα εννέα χρόνια. Πόσο πανούργοι είναι αυτοί οι κομμουνιστές!

Σάββατο 19/9
Καιρός καλός, διάθεση νευρική. Χάνω την υπομονή μου με μερικούς-μερικούς. Ας βγουν έξω να μετρηθούμε σαν άντρες. Ο Κ μας απαγορεύει την απομάκρυνση από το Ναύπλιο, από αύριο όμως ποιος θα τον ακούει; Η μητέρα έφερε χορτόπιτα και μπαρούτι.

Κυριακή 27/9
Καιρός καλός. Διάθεση εξαιρετική. Ο Κωνσταντίνος σκαρφαλώνει στο καμπαναριό, εγώ απέναντι στα χαλάσματα, ευτυχώς δεν υπάρχει φρουρά. Φθάνουν οι επίσημοι, εμφανίζεται και ο Κ με τον υπασπιστή του τον Κ. Κάνω το σταυρό μου, σηκώνω την πιστόλα και σημαδεύω. Εκείνη την ώρα πέφτει ξαφνική κατσιφάρα και χάνω το στόχο. Ακούγεται η καμπάνα του Αγίου Σπυρίδωνα.

Δευτέρα 28/9
Καιρός εξαιρετικός, διάθεση κακή. Ο Ηλίας λέει πως δεν έπρεπε να στηθούμε ο ένας απέναντι στον άλλον. Ο Κ αποφυλακίζει τον πατέρα για να μπορέσει να παραστεί στην κηδεία του Κωνσταντίνου.

Θέμις Αμάλλου, "Η παρτίδα"

- Ψψτ, εδώ. Πίσω σου. Στο τραπεζάκι του σκακιού.
- Σε μένα απευθύνεστε;
- Ναι. Μίλα πιο σιγά. Δεν χρειάζεται να μας πάρουν όλοι χαμπάρι. Κάτσε για μια παρτίδα. Να περάσει η ώρα.
- Δεν είμαι ιδιαίτερα καλή.
- Σ’ έχω δει που παίζεις μόνη σου τ’ απογεύματα.
- Δεν λέει τίποτα αυτό.
- Ούτε κι εγώ είμαι κανένας παίκτης περιωπής. Θα κουνάμε κανένα πιόνι, θα λέμε και καμιά κουβέντα. Έλα, κάτσε.
- Μόνο για λίγο.
- Ορίστε, σου χαρίζω την πρώτη κίνηση. Παίξε.
- Δεν πάει έτσι. Υπάρχουν κανόνες.
- Που υπάρχουν για να ανατρέπονται, ειδικά όταν δεν ωφελούν. Σ’ όλη μου τη ζωή είχα να κάνω με κανόνες. Παίξε πρώτη, επιμένω.
- Γλυτώνεις από ταλαιπωρίες όταν ακολουθείς κανόνες.
- Γι’ αυτό είσαι πάντα τόσο αθόρυβη εδώ μέσα; Προς αποφυγήν εντυπώσεων κι επιπτώσεων; Μμ, κίνησες τον στρατιώτη σου.
- Πού εδώ μέσα, στην αίθουσα αναψυχής;
- Εννοώ στην κλινική γενικά. Είσαι τόσες μέρες εδώ, έχουμε διασταυρωθεί τόσες φορές και σ’ αυτή την αίθουσα και στο μπαράκι κάτω, είναι η πρώτη φορά που ακούω τη φωνή σου.
- Δεν αντέχω το θόρυβο. Πια. Και γιατί κλινική; ΕΚΑ λέγονται.
- Ειδικά Κέντρα Αποκατάστασης. Και το παίξιμό σου αθόρυβο είναι. Σχεδόν…αυτοματοποιημένο. Κούνησες το άλογό σου και δεν το πήρα είδηση.
- Δεν μου απάντησες.
- Τυπικά, είναι SPA. Τέτοιο ήταν τουλάχιστον πριν. Αλλά από την επιδημία και μετά, κάποια SPA με υποτυπώδη υποδομή, διαγνωστική - μικροβιολογική μονάδα, χώρους και κρεβάτια, μετατράπηκαν σε κλινικές για να παρακολουθούνται ιατρικά οι χιλιάδες των κρουσμάτων. Οφείλουν σαφώς να λειτουργούν και σαν κέντρα αποκατάστασης.
- Δεν λειτουργούν;
- Είσαι πολύ γρήγορη. Δεν προλαβαίνω τις κινήσεις σου. Ας συμφωνήσουμε κατ’ αρχήν για το τι σημαίνει αποκατάσταση.
- Λες ότι δεν σημαίνει το ίδιο για όλους;
- Είναι βέβαιο ότι δεν σημαίνει το ίδιο για όλους. Παρεμπιπτόντως, βλέπω ότι σου αφαίρεσαν τους επιδέσμους.
- Τι σημαίνει για σένα; Έπαιξα.
- Επίθεση με τον αξιωματικό, ε; Εντάξει, καταλαβαίνω ότι δεν θες να συζητήσεις την περίπτωσή σου. Θεμιτό. Εγώ πάντως θα σου απαντήσω απερίφραστα. Ας μιλάμε σιγά όμως. Δεν είναι ακίνδυνη η συζήτησή μας.
- Εγώ σιγά μιλάω.
- Ναι. Αυτό λοιπόν που γίνεται εδώ μέσα δεν είναι αποκατάσταση. Ούτε αυτό που γίνεται γενικότερα, γιατί η πατέντα έχει κρατική σφραγίδα κι είναι κοινή για όλα τα εξουσιοδοτημένα κέντρα.
- Τι γίνεται λοιπόν; Και το πιόνι αυτό δεν το λέω αξιωματικό. Το λέω τρελό.
- Του ταιριάζει έτσι κι αλλιώς περισσότερο. Ο δικός σου βέβαια είναι επικίνδυνος τρελός. Μ’ έχει στριμώξει άσχημα. Τώρα, για το τι γίνεται εδώ μέσα…Σοβαρά δεν καταλαβαίνεις; Πότε άρχισες να συνέρχεσαι πραγματικά;
- Ρεν.
- Ούτε και σ’ αυτό απαντάς. Κι απειλείς τη βασίλισσά μου. Είχα χρόνια να δω αυθεντική κοκκινομάλλα.
- Τι έπρεπε να ‘χω καταλάβει; Ρουά.
- Ούτε φιλοφρονήσεις δέχεσαι. O.K., πάμε στο ψητό. Κατ’ αρχήν, δεν δόθηκε ποτέ επαρκής εξήγηση, επίσημα τουλάχιστον, για τα επί μέρους χαρακτηριστικά της επιδημίας, ούτε είδα να γίνεται εξαντλητική έρευνα για τα αίτια. Χιλιάδες άνθρωποι καταρρέουν απ’ τη μιαν άκρη ως την άλλη μ’ ένα εντοπισμένο κοινό σύμπτωμα: παντελής ανυπαρξία επιθυμίας για ζωή. Εκατοντάδες αυτόχειρες. Οι επαϊοντες μιλάνε για πρωτοφανή μαζική κατάθλιψη επιδημικής μορφής. Σιγά τη διάγνωση. Τι πραγματικά δεδομένα έχουμε ως τώρα για το γιατί και πως;
- Δεν είναι ανεξάντλητες οι ανθρώπινες αντοχές. Ίσως αυτή τη φορά να εξαντλήθηκαν για πάρα πολλούς ταυτόχρονα. Το αποτέλεσμα μετράει πάντα περισσότερο. Ρουά.
- Ακόμα κι αν είναι έτσι, σου αρκεί αυτή η γνώση; Δεν θα ‘θελες να εντοπιστεί η ρίζα του κακού; Ααπ, ξεγλίστρησα.
- Τι να εντοπίσει κανείς πια ανάμεσα σε τόσα κακά και τόσες ρίζες;
- Δεν αντιλέγω. Κι ισχύει επίσης ότι δεν υπάρχει σπίτι χωρίς κρούσμα. Κι οι ερευνητές, κι οι γιατροί, κι οι ψυχοθεραπευτές έχουν πάσχοντες ανάμεσά τους. Έχεις όμως καταλάβει ποια είναι τα μέτρα; Ξέρεις σε τι ακριβώς έγκειται το αντίδοτο κι η θεραπεία; Αυτός ο τρελός σου είναι ακατάβλητος.
- Σε τι;
- Μου φαίνεται ότι εγώ είμαι απλά αυτός που μιλάει περισσότερο. Εσύ είσαι αυτή που ξέρει σε βάθος τα πράγματα.
- Η θεραπεία λοιπόν;
- Θα σου πω. Αυτό για το οποίο είμαι σχεδόν σίγουρος, είναι ότι πειραματίζονται τόσο με τις εγκεφαλικές λειτουργίες, όσο και με το κεντρικό νευρικό σύστημα. Κι αν μιλάμε για τους επιζήσαντες που δεν έχουν ήδη υποστεί ανεπανόρθωτες βλάβες, αυτοί που θα βγαίνουν από δω μέσα θα είναι…τρελοί. Αλλά, το ξέρεις αυτό.
- Ρουά.
- Δεν είσαι από τα κρούσματα της επιδημίας, έτσι δεν είναι;
- Εσύ είσαι;
- Μπαινοβγαίνω σε ψυχιατρικές κλινικές εδώ και χρόνια. Όταν ξέσπασε η επιδημία ήμουν ήδη σε αντικαταθλιπτική θεραπεία.
- Γι’ αυτό και αντέδρασες διαφορετικά.
- Εσύ όμως; Τι είδους απόπειρα ήταν η δική σου; Δεν θα μου πεις, έτσι;
- Είπες πριν ότι ο τρελός μου είναι ακατάβλητος. Εγώ θα ‘λεγα, ανίκητος. Ρουά ματ.
- Έι, που πας; Μη φεύγεις, κάτσε να μιλήσουμε, υπάρχουν κι άλλοι σαν και μας, μπορούμε να οργανωθούμε, ν’ αντιδράσουμε μεθοδικά, δεν γίνεται να τους αφήσουμε να πειραματίζονται με τις ζωές μας, μιλάμε για χιλιάδες ζωές, δεν μπορεί να τα ‘χεις αφήσει όλα πίσω σου, πάντα υπάρχει κάτι ακόμα…

Λήδα Μιχαλοπούλου, "OF LOVE"

"Be of love a little more careful than of anything."
e. e. cummings

Είχε ένα σημείο στο πρόσωπό της που το αγαπούσε πάρα πολύ. Πάντα εκεί ακουμπούσε το χέρι της. Οι άλλοι νόμιζαν για να το κρύψει. Εκείνη το προστάτευε. Στήριζε τον δεξί της αγκώνα στο τραπέζι ή στο χέρι της αν στεκόταν όρθια, τέντωνε κι ένωνε σφιχτά τα δάχτυλά της, κι ύστερα λυγίζοντας με χάρη τον καρπό της, αγκάλιαζε το πηγούνι κι όλο το δεξί της μάγουλο ως το μήλο. Αυτή ήταν η στάση της, πάντα από τότε. Το τότε ήταν η πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής της. Τότε που κατάλαβε ότι η μαμά την αγαπάει, ότι εκείνη μπορούσε να την προστατέψει, μπορούσε να προστατέψει κάτι που αγαπούσε, τότε που έγινε ξεχωριστή.
Η μαμά τσακωνόταν πολύ με τους φίλους της. Φωνές και σπρωξίματα κι ύστερα χαστούκια και πάλι φωνές. Καμιά φορά τα πράγματα γίνονταν πολύ άσχημα και τότε συνήθως η μαμά βρισκόταν στο πάτωμα κι οι φίλοι της την κλωτσούσαν. Όποιος φίλος κι αν ήταν τα ίδια γίνονταν, εκείνη φώναζε κάποιον πούστη, μάλλον να έρθει να τη βοηθήσει, κι ο φίλος της, της χτυπούσε το κεφάλι στο πάτωμα και την έλεγε πουτάνα. Καθόλου δεν καταλάβαινε γιατί την έλεγαν όλοι έτσι. Τη μαμά της την έλεγαν Άννα.
Όταν τα πράγματα γίνονταν πολύ άσχημα κι εκείνη δε μπορούσε να βλέπει και ν’ ακούει άλλο, έβγαινε απ΄ την πόρτα της κουζίνας στον κήπο. Κατέβαινε τρέχοντας τα σκαλιά για να φύγει, αλλά στο τελευταίο κοντοστεκόταν, και τελικά άφηνε τα πόδια της να λυγίσουν, και καθόταν. Δεν της άρεσε ν’ ακούει τη μαμά έτσι, αλλά έπρεπε να μένει κοντά, να ‘χει το νου της, μπορεί κάποια φορά η μαμά να φώναζε το δικό της όνομα και τότε θα έπρεπε να είναι εκεί, να βοηθήσει. Όσο περίμενε, πάντα σκάλιζε το ξύλο της σκάλας με τον δείκτη του δεξιού χεριού της. Την πονούσε γιατί το ξύλο ήταν σκληρό, μάτωνε απ’ τις αγκίθες και τότε άρχιζε να σκάβει το χώμα, που κι αυτό την πονούσε αλλά το άντεχε, κι όταν δε μπορούσε άλλο να σκάβει, έλιωνε μυρμήγκια πάνω σε πετραδάκια. Τέντωνε το δάχτυλο της μπροστά από σειρές μυρμηγκιών, περίμενε ν’ ανέβουν μερικά επάνω της, κι ύστερα τα φυσούσε απαλά, τα έριχνε σε πέτρες, τα παρακολουθούσε για λίγο, κι έπειτα τα έλιωνε.
Όταν οι φωνές σταματούσαν, σταματούσε κι εκείνη ό,τι έκανε, σηκωνόταν, ταχτοποιούσε λίγο τον εαυτό της, και περπατούσε προς την άκρη του κτήματος. Περνούσε από την άλλη μεριά του φράχτη, και τότε άρχιζε να τρέχει, κι όσο έτρεχε, τόσο πιο γρήγορα πήγαινε, και καμιά φορά έπεφτε, αλλά αμέσως σηκωνόταν, και συνέχιζε, για να φτάσει στους πολλούς θάμνους, και πίσω απ’ αυτούς, στο ποταμάκι.
Έφτανε λίγο πριν την άκρη, και χωρίς να κόψει ταχύτητα άφηνε τα πόδια της να λυγίσουν, και γονάτιζε και γδέρνονταν τα γόνατα της ως το νερό, και πάντα έτσι γινόταν, λίγο πριν πέσει μέσα, σταματούσε. Σταματούσε ακριβώς στην άκρη, έφτιαχνε την αναπνοή της κι έσκυβε το κεφάλι της πάνω απ’ το νερό. Καμιά φορά ήταν τυχερή, καμιά φορά όχι, δεν ήξερε ακριβώς τι έφταιγε, ο ήλιος μάλλον, αν ήταν στην σωστή θέση, καμιά φορά πάντως την έβλεπε να χαμογελάει. Κι ενώ στην αρχή δεν ένιωθε καμιά χαρά, όσο έβλεπε το χαμόγελο, τόσο της ερχόταν να χαμογελάσει, κι όσο προσπαθούσε να τραβήξει τα χείλη της ν’ ανοίξουν, τόσο θύμωνε και τα έσφιγγε κι ύστερα θυμόταν πάντα το τότε.
Τότε που η μαμά της φώναξε το όνομα της κι εκείνη πήγε μέσα, πήγε κοντά της, κι την ώρα που έσκυβε από πάνω της, η μαμά ούρλιαξε κι εκείνη τρόμαξε κι η μαμά την τράβηξε, κι έτσι όπως γύρισε το κεφάλι της να δει γιατί η μαμά ούρλιαξε και την τράβηξε, ο φίλος της μαμάς της έδωσε ένα χαστούκι που ήταν πολύ δυνατό, όχι σαν αυτά που της έδινε η μαμά που της έκαιγαν το μάγουλο, αυτό την πόνεσε σα να της έσκισε το δέρμα, τόσο δυνατό ήταν, κι ύστερα γέμισε αίματα, κι η μαμά άρχισε να ουρλιάζει, κι ο φίλος της μαμάς τρόμαξε και σταμάτησε, κι η μαμά έκλαιγε πολύ και την αγκάλιαζε, κι ο φίλος της μαμάς άρχισε να φωνάζει πολύ, πάλι πουτάνα την έλεγε και για ένα μπάσταρδο, αλλά ήταν αλλιώς η φωνή του, κι ύστερα την πήρε αγκαλιά και μπήκαν στο αυτοκίνητο, ποτέ κανένας φίλος της μαμάς δεν την είχε πάρει αγκαλιά, κι ύστερα την ρωτούσαν κι οι δυο αν είναι καλά, πολλές φορές, κι εκείνη πονούσε αλλά ήταν πολύ χαρούμενη γιατί ποτέ δεν την είχαν ρωτήσει τόσες φορές πώς ήταν, κι η μαμά έκλαιγε πολύ και τη χάιδευε, και την έσφιγγε, κι όλο συγγνώμη της έλεγε, κι κείνη τόσο είχε χαρεί πια που δεν άντεξε κι έκανε πιπί της επάνω της, ήταν και που πονούσε πολύ, και τότε ο φίλος της μαμάς θύμωσε και σταμάτησε το αυτοκίνητο και τις πέταξε έξω, κι εκείνη και τη μαμά, αλλά δεν πήγαν πολύ μακριά και μπήκαν σ’ ένα άσπρο σπίτι, όπου όλοι άρχισαν να φωνάζουν και την πήραν από την αγκαλιά της μαμάς, αλλά δεν την πείραζε γιατί όλοι της μιλούσαν γλυκά και της έλεγαν τι καλό και γενναίο παιδί ήταν που δεν έκλαιγε, και μετά δε θυμόταν άλλο γιατί μάλλον κοιμήθηκε, κι όταν ξύπνησε πονούσε λίγο και δεν καταλάβαινε τι είχε γίνει, αλλά ήταν χαρούμενη γιατί όλοι της έλεγαν ότι τώρα ήταν ένα πολύ ξεχωριστό κοριτσάκι με μεγάλο χαμόγελο, κι εκείνη ήταν πολύ χαρούμενη γιατί όλοι τη χάιδευαν και την πρόσεχαν, κι ήταν κι η μαμά της εκεί και της έλεγε ότι τώρα όλα θ’ άλλαζαν, κι έκλαιγε, και της έλεγε πως θα γινόταν η καλύτερη μαμά του κόσμου. Κι εκείνη ήθελε να της πει ότι δε χρειαζόταν να γίνει γιατί ήταν, αλλά δε μπορούσε να κουνήσει το στόμα της, ήταν όμως πολύ χαρούμενη γιατί η μαμά την αγαπούσε και της έλεγε πως την έσωσε και πως ήταν ένα πολύ ξεχωριστό κοριτσάκι.


Αυτά σκεφτόταν κι ήθελε να χαμογελάσει, και τράβαγε το αριστερό μέρος του στόματος της, γιατί το δεξί ήταν πάντα χαμογελαστό, και κοιταζόταν στο νερό, εκεί που σταματούσε κάπως το ποταμάκι και το νερό ήταν ακίνητο, αλλά αυτό που έβλεπε δεν της άρεσε, και τελικά τίποτα δεν άλλαξε, ποτέ, ούτε η μαμά, ούτε οι φίλοι της, μόνον εκείνη, αλλά δεν έγινε ξεχωριστή, άσχημη έγινε, και καμιά φορά δεν ξέρει αν το αγαπάει ή αν το κρύβει το χαμόγελο της, αλλά όταν τα σκέφτεται αυτά και στενοχωριέται, έχει βρει ένα κόλπο που τα φτιάχνει όλα.
Στέκεται πάνω απ’ το ακίνητο νερό, κοιτάει το παράξενο πρόσωπό της, κι ύστερα βάζει μέσα το δάχτυλο της και το γυρνάει, και το νερό θολώνει, κι η εικόνα θολώνει και μπερδεύεται, κι αλλάζει σχήματα, και τότε βλέπει ένα όμορφο κοριτσάκι με μεγάλο χαμόγελο.