22 Φεβ 2009

Λήδα Μιχαλοπούλου, "OF LOVE"

"Be of love a little more careful than of anything."
e. e. cummings

Είχε ένα σημείο στο πρόσωπό της που το αγαπούσε πάρα πολύ. Πάντα εκεί ακουμπούσε το χέρι της. Οι άλλοι νόμιζαν για να το κρύψει. Εκείνη το προστάτευε. Στήριζε τον δεξί της αγκώνα στο τραπέζι ή στο χέρι της αν στεκόταν όρθια, τέντωνε κι ένωνε σφιχτά τα δάχτυλά της, κι ύστερα λυγίζοντας με χάρη τον καρπό της, αγκάλιαζε το πηγούνι κι όλο το δεξί της μάγουλο ως το μήλο. Αυτή ήταν η στάση της, πάντα από τότε. Το τότε ήταν η πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής της. Τότε που κατάλαβε ότι η μαμά την αγαπάει, ότι εκείνη μπορούσε να την προστατέψει, μπορούσε να προστατέψει κάτι που αγαπούσε, τότε που έγινε ξεχωριστή.
Η μαμά τσακωνόταν πολύ με τους φίλους της. Φωνές και σπρωξίματα κι ύστερα χαστούκια και πάλι φωνές. Καμιά φορά τα πράγματα γίνονταν πολύ άσχημα και τότε συνήθως η μαμά βρισκόταν στο πάτωμα κι οι φίλοι της την κλωτσούσαν. Όποιος φίλος κι αν ήταν τα ίδια γίνονταν, εκείνη φώναζε κάποιον πούστη, μάλλον να έρθει να τη βοηθήσει, κι ο φίλος της, της χτυπούσε το κεφάλι στο πάτωμα και την έλεγε πουτάνα. Καθόλου δεν καταλάβαινε γιατί την έλεγαν όλοι έτσι. Τη μαμά της την έλεγαν Άννα.
Όταν τα πράγματα γίνονταν πολύ άσχημα κι εκείνη δε μπορούσε να βλέπει και ν’ ακούει άλλο, έβγαινε απ΄ την πόρτα της κουζίνας στον κήπο. Κατέβαινε τρέχοντας τα σκαλιά για να φύγει, αλλά στο τελευταίο κοντοστεκόταν, και τελικά άφηνε τα πόδια της να λυγίσουν, και καθόταν. Δεν της άρεσε ν’ ακούει τη μαμά έτσι, αλλά έπρεπε να μένει κοντά, να ‘χει το νου της, μπορεί κάποια φορά η μαμά να φώναζε το δικό της όνομα και τότε θα έπρεπε να είναι εκεί, να βοηθήσει. Όσο περίμενε, πάντα σκάλιζε το ξύλο της σκάλας με τον δείκτη του δεξιού χεριού της. Την πονούσε γιατί το ξύλο ήταν σκληρό, μάτωνε απ’ τις αγκίθες και τότε άρχιζε να σκάβει το χώμα, που κι αυτό την πονούσε αλλά το άντεχε, κι όταν δε μπορούσε άλλο να σκάβει, έλιωνε μυρμήγκια πάνω σε πετραδάκια. Τέντωνε το δάχτυλο της μπροστά από σειρές μυρμηγκιών, περίμενε ν’ ανέβουν μερικά επάνω της, κι ύστερα τα φυσούσε απαλά, τα έριχνε σε πέτρες, τα παρακολουθούσε για λίγο, κι έπειτα τα έλιωνε.
Όταν οι φωνές σταματούσαν, σταματούσε κι εκείνη ό,τι έκανε, σηκωνόταν, ταχτοποιούσε λίγο τον εαυτό της, και περπατούσε προς την άκρη του κτήματος. Περνούσε από την άλλη μεριά του φράχτη, και τότε άρχιζε να τρέχει, κι όσο έτρεχε, τόσο πιο γρήγορα πήγαινε, και καμιά φορά έπεφτε, αλλά αμέσως σηκωνόταν, και συνέχιζε, για να φτάσει στους πολλούς θάμνους, και πίσω απ’ αυτούς, στο ποταμάκι.
Έφτανε λίγο πριν την άκρη, και χωρίς να κόψει ταχύτητα άφηνε τα πόδια της να λυγίσουν, και γονάτιζε και γδέρνονταν τα γόνατα της ως το νερό, και πάντα έτσι γινόταν, λίγο πριν πέσει μέσα, σταματούσε. Σταματούσε ακριβώς στην άκρη, έφτιαχνε την αναπνοή της κι έσκυβε το κεφάλι της πάνω απ’ το νερό. Καμιά φορά ήταν τυχερή, καμιά φορά όχι, δεν ήξερε ακριβώς τι έφταιγε, ο ήλιος μάλλον, αν ήταν στην σωστή θέση, καμιά φορά πάντως την έβλεπε να χαμογελάει. Κι ενώ στην αρχή δεν ένιωθε καμιά χαρά, όσο έβλεπε το χαμόγελο, τόσο της ερχόταν να χαμογελάσει, κι όσο προσπαθούσε να τραβήξει τα χείλη της ν’ ανοίξουν, τόσο θύμωνε και τα έσφιγγε κι ύστερα θυμόταν πάντα το τότε.
Τότε που η μαμά της φώναξε το όνομα της κι εκείνη πήγε μέσα, πήγε κοντά της, κι την ώρα που έσκυβε από πάνω της, η μαμά ούρλιαξε κι εκείνη τρόμαξε κι η μαμά την τράβηξε, κι έτσι όπως γύρισε το κεφάλι της να δει γιατί η μαμά ούρλιαξε και την τράβηξε, ο φίλος της μαμάς της έδωσε ένα χαστούκι που ήταν πολύ δυνατό, όχι σαν αυτά που της έδινε η μαμά που της έκαιγαν το μάγουλο, αυτό την πόνεσε σα να της έσκισε το δέρμα, τόσο δυνατό ήταν, κι ύστερα γέμισε αίματα, κι η μαμά άρχισε να ουρλιάζει, κι ο φίλος της μαμάς τρόμαξε και σταμάτησε, κι η μαμά έκλαιγε πολύ και την αγκάλιαζε, κι ο φίλος της μαμάς άρχισε να φωνάζει πολύ, πάλι πουτάνα την έλεγε και για ένα μπάσταρδο, αλλά ήταν αλλιώς η φωνή του, κι ύστερα την πήρε αγκαλιά και μπήκαν στο αυτοκίνητο, ποτέ κανένας φίλος της μαμάς δεν την είχε πάρει αγκαλιά, κι ύστερα την ρωτούσαν κι οι δυο αν είναι καλά, πολλές φορές, κι εκείνη πονούσε αλλά ήταν πολύ χαρούμενη γιατί ποτέ δεν την είχαν ρωτήσει τόσες φορές πώς ήταν, κι η μαμά έκλαιγε πολύ και τη χάιδευε, και την έσφιγγε, κι όλο συγγνώμη της έλεγε, κι κείνη τόσο είχε χαρεί πια που δεν άντεξε κι έκανε πιπί της επάνω της, ήταν και που πονούσε πολύ, και τότε ο φίλος της μαμάς θύμωσε και σταμάτησε το αυτοκίνητο και τις πέταξε έξω, κι εκείνη και τη μαμά, αλλά δεν πήγαν πολύ μακριά και μπήκαν σ’ ένα άσπρο σπίτι, όπου όλοι άρχισαν να φωνάζουν και την πήραν από την αγκαλιά της μαμάς, αλλά δεν την πείραζε γιατί όλοι της μιλούσαν γλυκά και της έλεγαν τι καλό και γενναίο παιδί ήταν που δεν έκλαιγε, και μετά δε θυμόταν άλλο γιατί μάλλον κοιμήθηκε, κι όταν ξύπνησε πονούσε λίγο και δεν καταλάβαινε τι είχε γίνει, αλλά ήταν χαρούμενη γιατί όλοι της έλεγαν ότι τώρα ήταν ένα πολύ ξεχωριστό κοριτσάκι με μεγάλο χαμόγελο, κι εκείνη ήταν πολύ χαρούμενη γιατί όλοι τη χάιδευαν και την πρόσεχαν, κι ήταν κι η μαμά της εκεί και της έλεγε ότι τώρα όλα θ’ άλλαζαν, κι έκλαιγε, και της έλεγε πως θα γινόταν η καλύτερη μαμά του κόσμου. Κι εκείνη ήθελε να της πει ότι δε χρειαζόταν να γίνει γιατί ήταν, αλλά δε μπορούσε να κουνήσει το στόμα της, ήταν όμως πολύ χαρούμενη γιατί η μαμά την αγαπούσε και της έλεγε πως την έσωσε και πως ήταν ένα πολύ ξεχωριστό κοριτσάκι.


Αυτά σκεφτόταν κι ήθελε να χαμογελάσει, και τράβαγε το αριστερό μέρος του στόματος της, γιατί το δεξί ήταν πάντα χαμογελαστό, και κοιταζόταν στο νερό, εκεί που σταματούσε κάπως το ποταμάκι και το νερό ήταν ακίνητο, αλλά αυτό που έβλεπε δεν της άρεσε, και τελικά τίποτα δεν άλλαξε, ποτέ, ούτε η μαμά, ούτε οι φίλοι της, μόνον εκείνη, αλλά δεν έγινε ξεχωριστή, άσχημη έγινε, και καμιά φορά δεν ξέρει αν το αγαπάει ή αν το κρύβει το χαμόγελο της, αλλά όταν τα σκέφτεται αυτά και στενοχωριέται, έχει βρει ένα κόλπο που τα φτιάχνει όλα.
Στέκεται πάνω απ’ το ακίνητο νερό, κοιτάει το παράξενο πρόσωπό της, κι ύστερα βάζει μέσα το δάχτυλο της και το γυρνάει, και το νερό θολώνει, κι η εικόνα θολώνει και μπερδεύεται, κι αλλάζει σχήματα, και τότε βλέπει ένα όμορφο κοριτσάκι με μεγάλο χαμόγελο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου