25 Φεβ 2009

Αλεξάνδρα Μαραγκοπούλου, "Η άλλη"

Εκείνο το πρωί φυσούσε νότιος άνεμος. Όταν κατέβηκε από το λεωφορείο, ο αέρας σήκωσε τη φούστα της, κι εκείνη κατευθύνθηκε προς το περίπτερο όπου αγόρασε εφημερίδα και τσιγάρα. Στο νούμερο τριάντα πέντε άνοιξε την πόρτα και αναζήτησε το πολεοδομικό γραφείο της νομαρχίας. Πρώτος όροφος, γραφείο δύο. Ζήτησε τρία επικυρωμένα αντίγραφα από τον υπάλληλο, εκείνος την έστειλε στο πρωτόκολλο, περίμενε.

Στο βάθος, τρεις γυναικείες φιγούρες εργάζονταν εντατικά, κουβαλώντας έγγραφα και βιβλία πρωτοκόλλου. Μία από τις τρεις φιγούρες προχώρησε στο γκισέ και της παρέδωσε τα επικυρωμένα αντίγραφα. Έκπληκτη, παρατήρησε πόσο της έμοιαζε η κοπέλα. Ίδια μάτια, ίδια μαλλιά, ο ίδιος σωματότυπος, ίσως η μύτη λιγότερο στραβή από τη δική της. Καθώς υπέγραφε το ογκώδες βιβλίο πρωτοκόλλου, παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού την υπάλληλο. Ήταν σχεδόν απαράλλαχτη μ’ εκείνη.

Ταράχτηκε. Νόμιζε ότι κάποιος την παρακολουθεί ενώ εκείνη ήταν που παρακολουθούσε κάθε κίνηση αυτής της γυναίκας. Η άλλη πιθανώς να μην είχε προσέξει την ομοιότητά τους. Ένιωσε προσβεβλημένη, σαν να μην υπήρχε, σαν να της είχαν κλέψει τον μισό εαυτό. Σκέφτηκε να την παρακολουθήσει μετά το σχόλασμα, να δει πού μένει, πώς κινείται στο δρόμο, πώς είναι ντυμένη. Ήταν σαν να είχε μια άλλη ζωή που δεν γνώριζε… σαν να είχε άλλες συνήθειες, άλλες προτιμήσεις, άλλους φίλους… Σαν να κρατούσε το πιρούνι με το αριστερό, ή να έτρωγε μπανάνες ενώ της άρεσαν τα μήλα. Σα να πρέπει να κοιμάται από το δεξί πλευρό ενώ εκείνη κοιμάται από το αριστερό. Έφυγε από την πολεοδομία ταραγμένη, για τρεις μέρες δεν μπορούσε να φάει. Ένιωθε σαν να κουβαλούσε δύο ξεχωριστές ψυχές στο ίδιο σώμα. Είχε ακούσει για ανθρώπους που νόμιζαν ότι έχουν εφτά προσωπικότητες, αυτοί όμως είναι διαταραγμένοι. Αυτό που της συνέβη ήταν διαφορετικό. Είναι σαν να συναντάς στο δρόμο κάποιον που μοιάζει πολύ με κάποιον φίλο ή γνωστό σου, μόνο που είναι άλλος άνθρωπος, είναι αλλιώτικα ντυμένος, κάτι του λείπει, οι κινήσεις και οι εκφράσεις του είναι διαφορετικές, και κυρίως όταν τον χαιρετάς δεν σε αναγνωρίζει, δεν σε βλέπει, ούτε εσύ υπάρχεις εκείνη τη στιγμή ούτε εκείνος. Συγχυσμένη, κλείστηκε στο σπίτι για να μην συναντήσει κανέναν. Κλωνοποιημένοι άνθρωποι με ηλίθιο χαμόγελο, που έτρεχαν ακατάπαυστα στους δρόμους της πόλης και που ανεβοκατέβαιναν στα λεωφορεία φορώντας παντελόνια, κατέκλυσαν τα όνειρά της.


Σε λίγες μέρες συνήλθε και ξαναβρήκε τον εαυτό της. Φόρεσε τη φούστα της, βγήκε στο δρόμο. Ο ουρανός ήταν καθαρός και φυσούσε βοριάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου