25 Φεβ 2009

Άλκηστη Μαυράκη, "Μάγκυ δε κατ"

Eίμαι η Μάγκυ δε κατ, βασίλισσα της πόλης, αρχόντισσα της πολυκατοικίας, κυρία της ταράτσας. Μπορεί να περάσουν μέρες χωρίς να πατήσω το πόδι μου στη γη.

Πετώ. Από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, από ταράτσα σε ταράτσα, από όροφο σε όροφο. Ξέρω όλα τα περάσματα. Ελίσσομαι μέσα από κάγκελα και σπασμένες τζαμαρίες. Λυγίζω, δεν σπάω. Όταν ματώνω, γλείφω την πληγή μέχρι που κλείνει. Πηδώ στον αέρα για να περάσω απέναντι, σκαρφαλώνω τοιχάκια, αναρριχώμαι σε πέργκολες και κορμούς. Σκληρή εξάσκηση με βοηθά να κάνω το δύσκολο και κοπιαστικό να φαίνεται φυσικό και ευχάριστο. Όταν πέφτω, προσγειώνομαι όρθια.

Είμαι η Μάγκυ δε κατ. Το τρίχωμά μου είναι απαλό, τα νύχια μου είναι κοφτερά.

Σκοτώνω. Όταν πρέπει. Ακρίδες, σαμιαμίθια, ποντίκια, πουλάκια∙ για να φάω. Άλλες γάτες∙ για να προστατέψω την περιοχή και τα μικρά μου. Επειδή μπορώ. Χτυπώ τον εχθρό γρήγορα και στο καταλληλότερο σημείο. Όταν έχω τις μαύρες μου, ηλικιωμένες μοναχικές γυναίκες, στοργικές μανάδες, άνδρες με ευαισθησίες με ταϊζουν από μαριδάκι τηγανητό μέχρι κονσέρβες Whiskas, με χαϊδεύουν και μου προσφέρουν κατάλυμα καθαρό, ζεστό και ασφαλές. Προσφέρω την παρουσία και την τρυφερότητά μου, παίζω με τα παιδιά τους, με επιδεικνύουν σε φίλους και γνωστούς.

Είμαι η Μάγκυ δε κατ. Είμαι κοντούλα και παχούλα κι όταν κουνώ την ουρά μου μπορώ να την σπάσω σε εκατό διαφορετικά σημεία.

Απολαμβάνω. Τον ήλιο∙ τις καυτές μέρες του καλοκαιριού ξαπλώνω στα μωσαϊκά στις ταράτσες των παλιών πολυκατοικιών και αισθάνομαι να λιώνω και να γίνομαι ένα με την πέτρα. Τα παιχνίδια με τις άλλες γάτες που μεγαλώσαμε μαζί∙ τριβόμαστε η μια πάνω στην άλλη, κυνηγιόμαστε με μεγάλες ταχύτητες σε στέγες και σκάλες, παλεύουμε αποφεύγοντας να πονέσουμε η μια την άλλη, αν και καμιά φορά μπορεί να μας ξεφύγει ένα δάγκωμα πιο δυνατό απ’ ότι το παιχνίδι επιτρέπει και τότε τα αίματα ανάβουν και μπορεί να ξεσπάσει καβγάς κανονικός.
Μα πιο πολύ μου αρέσουν εκείνες οι ημέρες που με αναζητούν οι αρσενικοί. Με κοιτούν, με ακολουθούν. Κάθομαι στο ψηλότερο σημείο της σκάλας κι αυτοί παρατάσσονται γύρω μου. Δε βιάζομαι να επιλέξω το δυνατότερο για να τον αφήσω να με πλησιάσει. Ύστερα απολαμβάνω τον πόνο κι εκείνη την στιγμή που έρχεται από μόνη της. Κι όταν γεννηθούν τα μικρά μου, μου αρέσει να τα νιώθω ξαπλωμένα δίπλα και πάνω μου, να κοιμόμαστε έτσι κουλουριασμένοι και να τα παρακολουθώ να μεγαλώνουν, μέχρι που δε με χρειάζονται πια.

Είμαι η Μάγκυ δε κατ. Ό,τι και να κάνω, ό,τι και να ζήσω, θέλω λίγο ακόμα κι ο χρόνος δεν μου είναι ποτέ αρκετός.

Ξαγρυπνώ. Αγαπώ τη νύχτα. Το σκοτάδι καλύπτει τις ατέλειες και τις δυσκολίες και όλα γίνονται πιο ήρεμα, όμορφα και πιθανά. Κοιμάμαι μόνο όταν κλείνουν τα μάτια μου. Νύχτα και μέρα γυρίζω και ψάχνω. Αναζητώ νέες διαδρομές, παρατηρώ τους ανθρώπους. Βλέπω το νεαρό ζευγάρι του πρώτου ορόφου να πίνει καφέ στην στενή τους κουζίνα. Το αγόρι στρίβει τσιγάρο και μετά ένα δεύτερο για το κορίτσι. Στον τρίτο δυο γυναίκες δουλεύουν προσηλωμένες η καθεμιά στην οθόνη του υπολογιστή της. Σε κάποια στιγμή η μια σηκώνεται και φέρνει ένα κουτί γλυκά από την κουζίνα. Προσφέρει στην άλλη, μιλάνε και γελάνε δυνατά. Δίπλα ένα μωρό κοιμάται στην κούνια του και μια μεσόκοπη γυναίκα μαγειρεύει. Σιγοτραγουδάει σε μια γλώσσα διαφορετική απ’ αυτή των άλλων και μετράει τις ώρες μέχρι το απόγευμα που έρχονται οι γονείς του μωρού κι εκείνη μπορεί να πάει σπίτι της. Το απόγευμα εμφανίζεται κι ο ένοικος του δευτέρου ορόφου της διπλανής πολυκατοικίας. Δε μένει πάντα εδώ. Όποτε έρχεται βάζει δυο τρία πλυντήρια και το μπαλκόνι του γεμίζει χακί ρούχα. Δυο ορόφους πιο πάνω έχει μαζευτεί πολύς κόσμος και μυρίζει φαγητό που ψήνεται σε φούρνο. Μια νέα γυναίκα με ψηλά τακούνια βγαίνει στη βεράντα μιλώντας χαρούμενα στο τηλέφωνό της και γνέφει σε κάποιον στο δρόμο. Στον πέμπτο μένει ένας γέρος άντρας. Παλιότερα ζούσε με τη γυναίκα του, έπειτα εκείνη πήδηξε από το μπαλκόνι κι από τότε ζει με την τηλεόρασή του. Σε λίγο θα ξημερώσει και τον έχει πάρει ο ύπνος στον καναπέ μπροστά της.
Κάπως έτσι σε γνώρισα. Είχα περάσει πολλές φορές από την ταράτσα σου. Το δωμάτιό σου ήταν γεμάτο φωτογραφικές μηχανές και άλλα περίεργα εξαρτήματα. Εικόνες παντού ∙ σε κάδρα στους τοίχους, πεταμένες στα τραπέζια, τακτοποιημένες σχολαστικά σε μεγάλα άλμπουμ. Έδειχναν ανθρωπους, τοπία, κτίρια. Πορτρέτα, σκηνές καθημερινές, μεγάλα γεγονότα. Καθαρές, σίγουρες γραμμές, έξυπνες γωνίες, τρυφερό βλέμμα. Από το μισάνοιχτο παράθυρο ακουγόταν συχνά μια μουσική από οξείς ήχους, που έμοιαζαν με τις κραυγές της φυλής μου στην στέγη, σε απρόσμενους συνδυασμούς και έντονους ρυθμούς. Κι εσύ σκυμμένος πάνω από το γραφείο σου, επεξεργαζόσουν τις φωτογραφίες σου στο κομπιούτερ. Οι εικόνες αντικατοπτριζοταν στους φακούς των γυαλιών σου με το μαύρο χοντρό σκελετό. Έσβηνες ό,τι σε ενοχλούσε εδώ, πρόσθετες μια λεπτομέρεια εκεί, άλλαζες λίγο τα χρώματα ξανά και ξανά. Μια μέρα, διέσχιζα βιαστικά τη βεράντα σου, όταν το βλέμμα σου περιπλανήθηκε αφηρημένα στην επιφάνειά της ∙ με είδες, σε είδα.
Με κοιτούσες, σε κοιτούσα. Μου έφερνες μπαλάκια με όμορφα σχέδια για να παίζω, άφηνα πεθαμένα ζωύφια και ό,τι άλλο ενδιαφέρον έβρισκα στις περιπλανήσεις μου στην μπαλκονόπορτά σου. Τα πρωινά έκανα χίλια ακροβατικά στη λεπτή κουπαστή του κιγκλιδώματος μπροστά σου με τη χάρη γυμνάστριας πάνω στη δοκό. Τα βράδια άφηνες το φως της βεράντας σου αναμμένο. Έβλεπα καλύτερα και φοβόμουν λιγότερο έτσι. Όταν σε αισθανόμουν συννεφιασμένο, στεκόμουν απέναντι σου, σου ανοιγόκλεινα τα μάτια όπως ο φάρος αναβοσβήνει το φως του, και σου νιαούριζα απαλά. Κάποιες Κυριακές συναντιόμασταν στην ταράτσα σου. Διάβαζες την εφημερίδα σου κι εγώ τεντωνόμουν και λουζόμουν – γυάλιζα το τρίχωμά μου με τη γλώσσα μου – λίγο πιο ‘κει. Μερικές φορές πλησιάζαμε ο ένας τον άλλο. Με άγγιζες με το μπατζάκι του παντελονιού σου, σε άγγιζα φευγαλέα με την άκρη της ουράς μου.
Σε βλέπω να με κοιτάς μέσα από το τζάμι της μπαλκονόπορτας. Την ανοίγεις μια χαραμάδα και βγάζεις έξω μόνο το κεφάλι σου.
- Τι κάνεις εκεί; με ρωτάς και έρχεσαι προς το μέρος μου, ξυπόλυτος και με τα μαλλιά ανακατωμενα ακόμα από τον ύπνο.
Στέκομαι στην άκρη της βεράντας με τα χέρια μου να πιάνουν την κουπαστή και την κοιλιά μου να την ακουμπά. Κάτω και γύρω μου ταράτσες, μπαλκόνια, απλωμένα ρούχα, γλάστρες με κάθε λογής φυτά, κεραίες, καμινάδες. Επάνω ο ουρανός ανακουφιστικά απλός και απέραντος σε ένα ανοιχτό γκρι μπλε. Πίσω μου εσύ.
- Κάνει κρύο, μου λες και περνάς το χέρι σου γύρω από τη μέση μου. Γέρνω πάνω σου και νιώθω το σώμα μου να λύνεται επιτέλους, τους μυς να χαλαρώνουν ένας ένας, το αίμα να τρέχει στις φλέβες και να καταλήγει στα χέρια μου, που πέφτουν δίπλα στους γοφούς. Οι καρποί μου σπάνε και οι φούχτες μου ανοίγουν σαν πέταλα λουλουδιών λαχταρώντας να σε αγγίξουν.
- Γιατί ξύπνησες τόσο νωρίς; Ξέρεις τι ώρα είναι;
- Δεν είχα ύπνο, σου απαντώ.
Το μπράτσο σου γύρω μου με σφίγγει και με αφήνει σα να δοκιμάζεις τη δύναμή σου. Μπράτσο από σίδερο. Bras de fer…
- Εκείνη η γάτα, που περνούσε από εδώ, τι απέγινε, πού είναι; σε ρωτώ χωρίς να σε κοιτάζω.
- Α, την θυμάσαι. Νόμιζα ότι δεν την είχες προλάβει. Εξαφανίστηκε εκείνες τις μέρες που σε γνώρισα. Την έχασα φαίνεται. Ρουφάς λίγο τα μάγουλά σου προς τα μέσα και ακούγεται εκείνο το ελαφρύ πλατάγισμα της γλώσσας που κάνεις σε ένδειξη αμηχανίας και αποδοχής μιας πραγματικότητας που δε σου αρέσει.
- Δεν την έχασες, γυρίζω το κεφάλι μου και σου λέω χαμογελώντας. Και με μια γρήγορη κίνηση γλείφω το μάγουλό σου με την άκρη της γλώσσας μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου