25 Φεβ 2009

Θανάσης Μυστακίδης, "Φαρ, Φαρ Ουέστ"


1.
Ο «Διπλή Φωτιά» ζει στην βορειοανατολική Οκλαχόμα, δε μπορεί να αντιμετωπίσει τις τετράγωνες λογικές και νιώθει καμένος. Αυτό το τελευταίο δεν είναι κάτι που το αισθάνεται περιστασιακά, τα πέντε τελευταία χρόνια το φαινόμενο είναι καθημερινό. Ένα μυρμήγκιασμα που ξεκινάει από τις φουρτουνιασμένες θάλασσες της καρδιάς και φτάνει μέχρι τις παγωμένες πλέον στέπες του εγκεφάλου, μία δόνηση σεισμική, ένα ηλεκτροσόκ που χτυπάει σε κύματα, απλώνεται σε κλάσματα δευτερολέπτου στην απέραντη έκταση που ορίζεται από το DNA της κληρονομιάς του και τον ακινητοποιεί. Βαρέθηκε να το πολεμάει, δεν υπάρχει γιατρός λέει για αυτό το πράγμα, είναι πιστεύει κληρονομικό, η μόνη του αντίσταση πια ένα άρρυθμο πέρα-δώθε με τη κουνιστή ξύλινη πολυθρόνα –τοποθετημένη στην κουπαστή της αγροτικής μονοκατοικίας να κοιτάει βορειοανατολικά προς τα προγονικά εδάφη της Μινεσότα– και το ψιθύρισμα ενός πολύ παλιού τραγουδιού που πάει κάπως έτσι:

«Πολλές φορές κατηγορώ τον εαυτό μου / Όταν αφήνομαι να με ταξιδέψει ο άνεμος / Ψηλά στον ουρανό»

Βυθισμένος συνέχεια σε σκέψεις πέφτει σε λήθαργο. Είναι εκεί και δεν είναι. Όταν επιστρέφει από τα απροσδιόριστα αυτά ταξίδια, άσχετα αν η «Αέρας που Φυσάει» στέκεται δίπλα του να του κρατάει συντροφιά, φοράει θαρρείς τη μάσκα ενός φιλόσοφου και ρητορεύει, «άνοιξε ένα χάρτη των ΗΠΑ και δες. Όσο κινείσαι από τα ανατολικά προς τα δυτικά οι εκτάσεις που ορίζουν τις πολιτείες γίνονται όλο και πιο τετράγωνες, σαν κλουβιά φυλακών, σαν τσιμεντένια διαμερίσματα της πόλης. Ξέρεις γιατί έγινε αυτό; ρωτά κοιτώντας το άπειρο αλλά δεν περιμένει απάντηση. «Η ιδιοκτησία πρέπει να είναι τετράγωνη, για να είναι πιο εύκολη η καταγραφή της, να υπολογίζεται πιο εύκολα το εμβαδόν της, σιχάθηκα πια, τετράγωνες λογικές... καταδικασμένοι να βάλουμε όλα αυτά που μας προσδιόρισαν, νερά-δέντρα-ήλιο και άνεμο σε τετράγωνα κουτιά για την επικείμενη μετακόμιση. Δεν πρόκειται να στεριώσουμε πουθενά, ούτε στη ζωή, ούτε στο θάνατο, αυτή είναι η μοίρα που κληρονομήσαμε».
Γενικά, τις τελευταίες 15 μέρες ο «Διπλή Φωτιά» δεν έχει διάθεση για αμπελοφιλοσοφίες. Τα κτήματα με τα καλαμπόκια θα μπορούσαν να τον κρατούν απασχολημένο ολόκληρη τη βδομάδα, μέρα και νύχτα, αντιδρά όμως πεισματικά στη σκέψη να βασανίσει το κορμί του πάνω σε αμφισβητούμενα, αυτή την εποχή, τετράγωνα. Τώρα, όταν κατεβαίνει στην πόλη με τα πολύχρωμα φώτα, τα ψηλά κτίρια και τις δύο λεωφόρους, μιάμιση ώρα δρόμος με το αυτοκίνητο, αποφεύγει να κάνει γύρους στα τετράγωνα μήπως και δει κάποιον άρρωστο δικό του. Το θέαμά τους τον λυγίζει, περισσότερο γιατί τον φέρνει αντιμέτωπο με ένα βάρος που αποδείχτηκε πως αδυνατούσε να σηκώσει. Τα τελευταία πέντε χρόνια, όσο δηλαδή και το διάστημα που υποφέρει από τα συμπτώματα της κάψας, αναγορεύτηκε τελετουργικά επικεφαλής σε αγώνα, χαμένο πολύ πριν ακόμα ξεκινήσει.
- Πώς πήγε η δουλειά χτες;

2.
Η «Αέρας που Φυσάει» ζούσε στη βορειανατολική Οκλαχόμα, συγκε-κριμένα στο Όκροκ, μιάμιση ώρα δρόμο με το αυτοκίνητο από την πόλη της Τούλσα, βρίσκει αρκετή λογική στα πράσινα τετράγωνα με τους αριθμούς από το μηδέν εως το τριάντα έξι, ξυπνάει δε κάθε φόρα από τον βαθύ της ύπνο με μια επίπλαστη αυτοπεποίθηση αποτυπωμένη τόσο στις κόρες του ματιού της όσο και στα ζουμερά της στήθη, με μία αίσθηση δηλαδή ότι σήμερα θα είναι η τυχερή της μέρα. Αν και βγαίνει σπάνια στο μπαλκόνι της μονοκατοικίας - όταν το κάνει κοιτάει ασυνείδητα δυτικά προς το Λας Βέγκας - ο καθαρός αέρας της επαρχίας από τη μια και τα καλά φιλοδωρήματα από την άλλη την βοήθησαν να διατηρήσει μια απίστευτα καλλίγραμμη σιλουέτα.
Με τον «Διπλή Φωτιά» παντρεύτηκαν -έφηβοι σχεδόν- από μία ρομαντική παρόρμηση, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, πραγματικός κυκλώνας η μικρή που τον συνεπήρε, πολλαπλασίαζε τις εστίες πυρκαγιάς μέσα του και του χάριζε την αίσθηση της αθανασίας, κάτι αντίστοιχο ένιωσε και αυτή, ήταν ο μόνος που μπορούσε να τη ζεστάνει όταν ο καιρός μέσα της λυσσομανούσε. Και οι δυο μαζί μπορούσαν να δώσουν στην ζωή όποιο σχήμα ήθελαν, δεν υπήρχε κάτι που να τους φοβίζει. Στην αρχή είχαν τα καλαμπόκια πάνω στα τρίγωνα χωράφια, τα παιδιά στα οβάλ παιδικά κρεβάτια, τα κυκλικά τραπέζια με τα υγιεινά πιάτα, τους στάβλους που είχαν το σχήμα φεγγαριού. Όχι πολύ καιρό μετά, προέκυψαν βόλτες γύρω από φωταγωγημένες με νέον γειτονιές, η ζωή τους αναζητούσε να βρεί μια τάξη σε πιο σταθερά σχήματα. Αυτές δεν άργησαν να δώσουν επισκέψεις σε ισόγεια εντυπωσιακών κτιρίων που φιλοξενούσαν αριθμούς σε τετράγωνα κουτάκια. Εκεί, πριν από πέντε χρόνια, η «Αέρας που Φυσάει» παραδώθηκε σχεδόν αμαχητί σε τετράγωνες λογικές.
- Ήρθαν πάλι από τη δουλειά οι φίλοι σου. Ήπιαν αρκετά, ο «Καθισμένος Βούβαλος» δεν έβλεπε μπροστά του, δεν ξέραν τι κάνανε - που θα πάει αυτή η κατάσταση;
- Αφού το ξέρουν ότι θα εξελιχτεί έτσι, γιατί τους επέτρεψαν την είσοδο; για να τους πετoύν μετά έξω όπως τις προάλλες ξεφτιλίζοντας μας «να οι ένδοξοι Τσερόκι» ... οι αλήτες, οι μπεκρήδες, οι χαρτοπαίκτες...
- Πλήρωσαν κανονικά εισιτήριο... δεν έγινε έτσι τις προάλλες..
- Ξέρω πολύ καλά τι έγινε... μίλησα στο τηλέφωνο με τον «Βρεγμένο Γρασίδι»... δεν καταλαβαίνω... μου υπερασπίζεσαι συνέχεια το καζίνο. Θες δηλαδή να πεις ότι τους εξαγοράζουν λίγο, λίγο; Σύνελθε γαμώτο... δεν καταλαβαίνεις ότι προσπαθούμε με νύχια και με δόντια τα τελευταία πέντε χρόνια να γλιτώσουμε το Όκροκ, τη γη μας γαμώτο, οι Τσερόκι ήρθαμε εδώ το 1789....
Ο Τζακ μου είπε ότι....
- Δεν με ενδιαφέρει τι είπε ο λευκός....

3.
Ο κύριος Τζακ Σμιθ που ζει σε μια τεχνηέντως υπερτιμημένη βίλα στο καλύτερο προάστιο της Τούλσα, έχει να επιδείξει μια πλούσια καριέρα στην βιομηχανία της διασκέδασης. Αυτό όμως που ομολογουμένως μέτρησε περισσότερο για την θέση του γενικού διευθυντή είναι το γεγονός ότι θήτεψε δίπλα σε προσωπικότητες με ιδιαίτερη γνώση των μεθόδων ξεπλύματος χρήματος. Νιώθει στυγνός, τετράγωνος επαγγελματίας, όσα απίστευτα και να περνάνε μπροστά από τα μάτια του κάθε μέρα, αυτός θα πρέπει να παραμένει άκαμπτος, προσηλωμένος στον στόχο που για τον απλό χαρτοπαίκτη δεν είναι τίποτα περισσότερο από το κέρδος. Το ωράριό του είναι συνεχές, όταν προκύψει κάποιος χρόνος την πέφτει σε γυναίκες, άγαρμπα τις περισσότερες φορές αλλά με επιτυχία, ξέρει απέξω και ανακατωτά πως να τους δημιουργεί την αίσθηση της «τυχερής μέρας».
Την «Αέρας που Φυσάει» την γνώρισε μια ανοιξιάτικη νύχτα πριν πέντε χρόνια, να τραβάει με απορία τον μοχλό του κουλοχέρη, το ότι της μίλησε δεν ήταν για να ικανοποιήσει τον ανδρικό του εγωισμό, ούτε είχε νιώσει τίποτα βαθύτερο όταν μια τετράδα γεροδεμένων ανδρών με ινδιάνικα χαρακτηριστικά τον πλησίασαν και μεταξύ των άλλων που του είπαν του δείξαν τη φωτογραφία της σε μια ηλεκτρονική οθόνη. Απλά ήταν τετράγωνος. Δούλεψε σιγά-σιγά, μεθοδικά, για αυτό του πήρε χρόνο, έπρεπε να την πάρει με το μέρος του, δηλαδή μακριά από την επιρροή του άνδρα της. Όταν πια της προσέφερε τη θέση της προϊσταμένης, δουλειά με παχυλή αμοιβή, είχε φτάσει στο τελευταίο στάδιο, ήταν αδύνατο για αυτή να αρνηθεί, όλο αυτό τον καιρό περίμενε άλλωστε την τυχερή της μέρα, δοκιμάζοντας με αμυδρή επιτυχία στα τραπέζια και τους κουλοχέρηδες. Άδικα πάσχιζε ο «Διπλή Φωτιά» να την επαναφέρει, είχε χαθεί κάθε έλεγχος των ανέμων που σφύριζαν στην ψυχή της.
Για τους Τσερόκι του Όκροκ αυτό σήμαινε ουσιαστικά αφανισμό, η επιτροπή που είχαν δημιουργήσει εδώ και κάμποσο καιρό με πρωτοβουλία του «Διπλή Φωτιά» για να υπερασπιστούν τις εκτάσεις των προγόνων τους από την επικείμενη επιδρομή των διοικούντων το καζίνο θα διαλυόταν αν γινόταν γνωστό πως η γυναίκα του προέδρου υπηρετούσε το αντίπαλο στρατόπεδο.Τους πρόλαβε όμως η μπίλια... η «Άνεμος που Φυσάει» έπαθε αμόκ όταν συνειδητοποίησε πως ακόμα και ως μέλος του προσωπικού δεν μπορούσε να κερδίσει –κοροϊδεύοντας– τα μηχανήματα. Έκλεψε ένα περίστροφο από κάποιον της ασφάλειας, όρμησε σε ανύποπτη στιγμή στο γραφείο του Τζακ και.... τα υπόλοιπα είναι ήδη ιστορία.
Ο «Διπλή Φωτιά» αναζωπυρώθηκε μόλις το έμαθε. Φόρεσε την παραδοσιακή του φορεσιά, βγήκε στο χωράφι του και άρχισε να εκτελεί το τελετουργικό του πολέμου, όπως ακριβώς του το είχε μάθει ο παππούς του.

«Μια φωνή / θα στείλω / Θα ακουστεί / σε ολόκληρη τη γη / Μια φωνή / στέλνω τώρα / ακουσέ την / θα ζήσω!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου