3 Μαρ 2009

Μέμη Κατσώνη, "Σπονδή"

Φινόκιο, σελινόριζα, καρδιά αγκινάρας, σάλτσα
Κονσομέ Σελεστίν
Σούπα κρέμα αβοκάντο
Ποικιλία κρύων θαλασσινών
Κρύο, καιρός για δύο.
Είμαι στη Σπονδή, στο Παγκράτι, διεθνής κουζίνα —πού είναι ο Τρότσκι— και περιμένω τον Αργύρη. Έχουμε κάτι να γιορτάσουμε, ελπίζω. Διαβάζω το μενού κι ελπίζω.
Πατάτες νουαζέτ
Ποπιέτες γλώσσας στον ατμό
Εκείνο το τραγούδι των Procol Harum ποιος το θυμάται; Εγώ.

Καθρέφτες στους τοίχους, βελούδινες κουρτίνες
Γλώσσες του Ντόβερ και αυγά μορνέ
Προφιτερόλ και ροδάκινο φλαμπέ
Οι σερβιτόροι χορεύουν στα δάχτυλα

Εδώ δεν είναι έτσι. Οι καθρέφτες χωρίζουν τα τραπέζια. Κάθομαι προσεκτικά για να μη βλέπω το πρόσωπό μου. Ο μόνος σερβιτόρος που εμφανίζεται είναι ένας ψηλός αδέξιος εικοσάρης και δεν χορεύει καθόλου.
Μενταγιόν αστακού Θερμιντόρ
Φιλέτο Γουέλινγκτον
Σάλτσα περιγκουτίν
Θα φάμε αργότερα με τον Αργύρη, ελπίζω. Ζητάω περιέ κι ελπίζω. Ελπίζω με τόσο ζήλο που θα 'πρεπε να μου κολλάνε ένσημα.
Πατάτες Παριζιέν
Τουρνεντό Βίλλα Μποργκέζε
Δεύτερος σερβιτόρος, εξ ίσου εικοσάρης, αυτός δεν είναι ψηλός και άχαρος είναι κοντός και λιπαρός. Ούτε αυτός χορεύει ευτυχώς. Έφερε το περριέ. Δε θα παραγγείλω ακόμα. Αργότερα, ελπίζω. Δύο σερβιτόροι εικοσάρηδες κάνουν ένα….

O Σαραντάρης. Δονεί τους καθρέφτες και παγώνω. Είναι στο διπλανό σεπαρέ. Αναλλοίωτη φωνή. Αυτό το όμικρον που μοιάζει με έψιλον και τα γλυκά απειλητικά λάμδα. Λέω να κλείσω ένα σεπαρέ. Λέξη απ’ τη Νανά του Ζολά. Όταν ήμουνα μικρή νόμιζα πως το σεπαρέ σημαίνει σεξ. Ίσως και να σημαίνει, για τους ζωντανούς. Ο Σαραντάρης λίγο πριν την καταιγίδα. Πώς και δεν ένοιωσα τόση ώρα το βαρομετρικό χαμηλό; Ακούω λυγμό, ήχους γυναίκας. Μην την κάνεις σκουπίδι, μην πριονίζεις το κλαδί που κάθεσαι. Σπάνε ποτήρια τώρα, κάτι λιγότερο από εφτά. Τρέχουν οι σερβιτόροι, το ευτυχές ζεύγος τους διώχνει, εγώ με τη μύτη στον κατάλογο δεν είδα τίποτα (αλήθεια), δεν άκουσα τίποτα (ψέμα), δεν είπα τίποτα (τι να πω;)
Πέστροφα καπνιστή, σάλτσα αγριοράπανο
Μανιτάρια, ουρές φοίνικα, βλαστάρια μπαμπού
Και το δικό μας το βλαστάρι, Γιώργο; Θα σηκωθώ να τον δω από κοντά. Δεν το βρίσκω πιθανό να με αναγνωρίσει έτσι φουσκωμένη και κουρεμένη. Άλλωστε θα είναι απορροφημένος κι επιστρατευμένος. Με ρώταγε ο Μήτσος γιατί δεν έχω γράψει για κείνον ποιήματα. Γιατί εσύ είσαι το ποίημα μου, του έλεγα. Λέμε τέτοιες αηδίες στα παιδιά μας γιατί δεν είναι φυσικό να έχουμε παιδιά. Δεν κάνω συγκρίσεις, τώρα, άλλο λέω. Οι αδελφές Μπροντέ, η Βιρτζίνια Γουλφ, η Ντόροθι Πάρκερ και τόσες άλλες δεν είχαν παιδιά. Η Μαίρη Σέλλεϊ είχε και δες τι έγραψε. Πρώτη φορά τώρα, δίπλα σ’ ένα παγωμένο καθρέφτη που με χωρίζει απ’ το παρελθόν μου, παίρνω το μήνυμα. Δεν είναι φυσικό να έχουμε παιδιά. Να τα γεννάμε, ναι. Να τα έχουμε, όχι.
Δεν εννοώ σπεσιαλιτέ Χαλίλ Γκιμπράν, τα παιδιά σας δεν είναι παιδιά σας και τα παρεμφερή. Αυτό που θέλω να πω, αυτό που νοιώθω, είναι πως καταλαβαίνω τις μητέρες. Κι αυτές που τα προσκυνάνε και αυτές που τα γεννάνε και τα πετάνε κι αυτές που κάνουν και τα δύο. Όλες το ίδιο πράγμα εκδηλώνουν διαφορετικά.
Τώρα μιλάει η γυναίκα. Ψιθυρίζει. Είναι η Σύνθια; Αυτό το σφύριγμα στο σίγμα μου θυμίζει κάτι; Δεν ακούω τι λέει, ακούω μόνο τον κόμπο στο λαρύγγι. Ο Σαραντάρης αρπάζεται από μια λέξη της κι αρχίζει να σφυροκοπάει. Εκρήγνυται άρα υπάρχει. Η λάβα στολίζει τις πλαγιές και κάνει τους κολίγους αγάλματα.


Μπρεσάολα γκαρνί
Πάπαντομς με γιαούρτι και μέντα
Θυμάμαι εκείνο το βράδυ στο Λεωνίδιο που είχε τα κέφια του. Όλοι κοιμηθήκαμε σαν πουλάκια. Την άλλη μέρα ξύπνησε βλοσυρός και αιχμηρός και μας ξεπουπούλιασε. Δεν έχει αλλάξει, ζει για να θυμώνει. Ζει επειδή είναι ανέτοιμος. Θα μείνει πάντα ιδανικός κι ανέτοιμος υβριστής. Κι εγώ ανέτοιμη είμαι, ελπίζω. Ανέτοιμη ήμουνα και τότε.
Μανάρι μου τα κάναμε
Σαλάτα Αιγαίου
Μους λευκής σοκολάτας με βατόμουρα
Μπράντυ
Η Σύνθια δεν έκανε ποτέ παιδιά κι έτσι δε θα γνωρίσει τη μιντιακή κάλυψη που επιφυλάσσεται σε μια μητέρα που χάνει το παιδί της. Πώς το λέγαμε αυτό: χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη βρίσκει. Το αντίστροφο πώς πάει; Η πιο διάσημη μητέρα στα χρονικά παρέμεινε επί γης χρόνια μετά την ανάληψη του μονογενούς εις τους ουρανούς και είναι ακόμα πρώτη μούρη. Και κάτι μητέρες στα φιλμ του Μαικλ Μουρ κι αυτές δεν τις ήξερε κανένας όταν είχαν παιδιά. Όταν τα έχασαν όμως τις έκαναν εικονίσματα. ΌΟΟΟχι για τους λόγους που νομίζετε. Δε σας αφήνω να πείτε λέξη, ε; Ουαί υμίν αναγνώσται υποκριταί.
Ούτε κι εκείνος την αφήνει ν’ αρθρώσει λόγο. Την εκμηδενίζει για να την περιφρονεί δικαίως που είναι μηδενικό.
Όμως όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει χαστούκι. Πίπτει και η καρέκλα. Κάποιος σηκώνεται. Θυμωμένα τακούνια σε στιλπνό πάτωμα Δεν είναι η Σύνθια. Γεμάτη δάκρυα, παράξενη φάτσα˙ τίμια. Ψηλή, πολύ ψηλή. Άρχισε κι αναρριχήσεις ο Σαραντάρης; Μην καρφώνεσαι στην κοπέλα, τη μύτη στον κατάλογο.
Γαρίδες με σάλτσα από καρύδα και λάιμ
Ρύζι Πιεμοντέζε
Λαχανικά ατμού
Πάλι ο σερβιτόρος. Ο δεύτερος. Θα φάμε αργότερα με το συνοδό μου, ελπίζω.
Κι άλλη καρέκλα πέφτει. Ήχοι αναχώρησης από δίπλα. Μπαίνει κι ο Αργύρης με το φάκελο και βαδίζει αποφασιστικά ―ή μηχανικά;― προς το μέρος μου. Πέφτει πάνω στο φουριόζο τον ψηλό απ’ το σεπαρέ. Δεν είναι ο Σαραντάρης. Το ήξερα; Το ήξερα. Δεν θα μπορούσε να είναι φυσικά. Τόσο νεανική φωνή στα εξήντα πέντε; Πέφτει πάνω στον Αργύρη, πέφτει ο φάκελος, πέφτουν μαύρες στιλπνές διαφάνειες στη μαύρη στιλπνή επιφάνεια, πέφτει και το άσπρο χαρτί. Μαζεύει ο Αργύρης τις αξονικές, μαζεύω εγώ το χαρτί. Δε συρρικνώθηκαν οι όγκοι. Υπάρχει κι ένα νέο μόρφωμα στον αριστερό λοβό. Δεν έχουμε τίποτα να γιορτάσουμε. Δεν θα παραγγείλουμε, όχι. Ένα περιέ επτά κι ογδόντα. Ας γυρίσουμε σπίτι. Ναι, τώρα έχουμε περισσότερα δεδομένα, γνωρίζουμε καλύτερα τον εχθρό ―μας γνωρίζει κι εκείνος, όμως― μπορούμε να δοκιμάσουμε νέα σχήματα. Ας γυρίσουμε σπίτι. Θα έχει επισκευαστεί ο λέβητας, ελπίζω. Έχω κάνει πια υπερωρίες ελπίζοντας. Ελπίζω να μη με παρεξηγήσετε αλλά δεν θέλω άλλο.
Δε θέλω άλλη χημειοθεραπεία. Δε θέλω άλλες μαγνητικές. Θέλω να ξεφουσκώσω, θέλω πίσω τα μαλλιά μου, θέλω τη χτεσινή μου ύπαρξη.
Θέλω ένα καβγά με το Σαραντάρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου