4 Μαρ 2009

Λήδα Μιχαλοπούλου, "Ο έρως είναι τυφλός"

Όλα ξεκίνησαν όταν έφυγε ο τοίχος.
Τοίχε τζους, τσίριξε το ξανθό κουνουπίδι και το όνειρο αποκαλύφθηκε μπρος στα μάτια μου. Μελιά μάτια, μακριές βλεφαρίδες, γλυκό βλέμμα, καθαρή επιδερμίδα, γυρτή, αντρική μύτη και δυο χείλη λίγο πεταχτά και καλογραμμένα σα γυναικεία, να ορμήξεις, να τα φιλήσεις. Ψηλός ήταν, παλικάρι, κανονικός στο σώμα. Ανεβοκατέβαιναν τα μάτια μου πάνω του, ψεγάδι δεν έβρισκα, τι τύχη, λέω μέσα μου, είναι αυτή- κι οι δυο προηγούμενοι που είχαν περάσει σαν κακό χρόνο να μην έχουν. Άγιο είχα, γλίτωσα. Καλά παιδιά, δε λέω, κι ο ένας μου τραγούδησε και Πλούταρχο που με αγγίζει δε μπορώ να πω, αλλά ένα αχ, κορίτσι μου, δε φτάνει να με ρίξει. Έ, μα να γυρίσει να πει ότι η γυναίκα η τίμια που αγαπάει, Σάββατο θα ‘ρθει γύρα μαζί μου με το ταξί και δε θα γκρινιάζει. Καλή η αγάπη, αλλά τον Πλούταρχο μανάρι μόνο από τα χειλάκια σου θα τον ακούω; Ένα Σάββατο έχουμε.
Ο άλλος το ‘χασε με το που είπε Κυριαζή. Τι του ‘ρθε να κάνει γύρισμα με το μου θυμίζεις τη μάνα μου, καθόλου δεν το κατάλαβα-είπαν κάποιοι πως πήγε να δείξει ευαισθησία. Με τη μάνα του; Ας τραγούδαγε για το σκύλο του. Τέλος πάντων, μην τα θυμάμαι τώρα και συγχύζομαι, αλλά μου λέτε κι εσείς για λεπτομέρειες, και το ανοίξατε το πηγάδι κι όλα μου ‘ρχονται σα να τα ξαναζώ.
Έτσι που λέτε, ο καλύτερος ήταν ο ακατονόμαστος, κι όχι μόνο σε σύγκριση με τους άλλους δυο, μπα και στον δρόμο να τον έβλεπα πάλι θα μου γυάλιζε. Με πιάνει που λέτε, με κολλάει επάνω του να με φιλήσει, να λυγίσουν εμένα τα γόνατα, κάτσε όρθια μου λέω, σε βλέπει όλη η Ελλάδα. Να φωνάζει η παρουσιάστρια, καλέ κοιτάξτε τι όμορφο ζευγάρι, να χειροκροτεί το κοινό σε έκσταση, να έχω γίνει εγώ παπαρούνα, να μη θέλω να τη δείξω κι όλη τη χαρά μου-μη με περάσει και για ξελιγωμένη. Και δώστου να με πιάνει αυτός από δω κι από ‘κει, μεσούλα χαμηλά, μπρατσάκι από κάτω, τρελάθηκα κι εγώ λέω τον ενθουσίασα, εδώ είμαστε, για ταξίδι ήρθα, το λόττο έπιασα. Και να σκεφτείς πως δεν τον διάλεξα επειδή αυτός μου ξεχώρισε, αλλά επειδή ξενέρωσα με τους άλλους δυο. Να ‘ναι καλά τα παιδιά, δώρο μου κάνανε.
Έτσι φαινότανε τότε, δώρο, γραφτό. Ρώμη ο προορισμός, σ’ ένα μήνα θα φεύγαμε, να γνωριστούμε λίγο πρώτα, πες του κάτι, μου λέει και μου χώνει το μικρόφωνο στη μούρη, τα χάνω εγώ, τι να του πω τώρα, με βλέπει αυτός που κόμπλαρα, αρπάζει το μικρόφωνο και πετάει ένα δυνατό: ήταν η ζωή μου κόλαση και την έκανες απόλαυση, είσαι αυτή που ονειρευόμουνα τότε που περιπλανιόμουνα. Ε, αυτό ήταν. Ο άντρας ήταν άντρας με το α κεφαλαίο. Ερωτεύτηκα. Τον αρπάζω, του σκάω ένα παθιάρικο φιλί στο μάγουλο, υστερία η παρουσιάστρια, πανικός στο κοινό, πλημμυρίζει χαρτοπόλεμο το στούντιο, αυτά μόνο εδώ γίνονται, ξελαρυγγιάζεται η παρουσιάστρια, κι άμα θέλετε να ζήσετε κι εσείς το όνειρο, όπως η Σάντυ κι ο Άκης, πάρτε τώρα τηλέφωνο. Και μην ξεχνάτε, αγαπημένοι τηλεθεατές Ο ΕΡΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΥΦΛΟΣ κι είναι κάθε Σαββατόβραδο κοντά σας.
Αχ, κοίτα, τόσες φορές τα ‘χω πει και πάντα παρασύρομαι, σαν τώρα τα ακούω…
Που να ‘ξερα η κακομοίρα.
Έτσι ξεκίνησαν όλα. Με τις καλύτερες προδιαγραφές. Ούτε προξενιό να ήτανε. Από την άλλη μέρα τηλέφωνα, καφεδάκια, να τα πούμε, να γνωριστούμε. Μαγαζί με εργοταξιακά αναλώσιμα αυτός, καλώδια, ταινίες, τροχούς και τα πάντα για την ένδυση του εργάτη, φόρμες, γυαλιά, γάντια, ζώνες αναρρίχησης. Όλα τα Μ.Α.Π. μου λέει, τα ‘χω φέρει σύμφωνα με τους κανονισμούς του Υπουργείου Εργασίας. Τον κοιτάω με απορία εγώ, Μέσα Ατομικής Προστασίας, μωρό, άντε να στα λέω να τα μαθαίνεις και που ξέρεις μπορεί και να σου χρειαστούν. Τέτοια μου έλεγε και χανόμουνα, που με βλέπει σοβαρά, που θα γίνω η κυρία του κυρίου, παιδιά, σπίτια κι αναλώσιμα άρχισα να ονειρεύομαι.

Πρώτο σαββατοκύριακο να με πάει στην Σαρωνίδα, στο εξοχικό. Ωραίο διαμέρισμα σε πολυκατοικία του ’70φεύγα, άμα τεντωνόσουνα την έβλεπες και τη θαλασσίτσα. Εμείς σπίτι δεν έχουμε δικό μας, πόσο μάλλον εξοχικό και μάλιστα στην Αττική. Όχι ότι δεν έχουμε τον τρόπο μας, γη ναι, σπίτια όχι. Ε, μ’ άρεσε που το ‘δα, που με πήγε εκεί, στης μάνας του το σπίτι σαββατοκύριακο, είπα να ανασκουμπωθώ και να φέρω μια, να τα φτιάξω όλα. Μου έκανε λίγο εντύπωση κι η βρωμιά κι η ανοικοκυροσύνη, λέω τι κάνει η μάνα του και τα ‘χει όλα έτσι, με είδε που κοίταγα και μου άρχισε για τα προβλήματα υγείας του πατέρα του και πως έχουν να πάνε κοντά χρόνο στο σπίτι. Έτσι εξηγείται, λέω κι εγώ και τον συμπονώ που έχει τρεχάματα με τον πατέρα του. Κι άντε πάλι να λιγώνομαι που μου τα λέει, που άρχισε να με εμπιστεύεται και να μου ανοίγεται, κι άντε ν’ αρχίσω να σκέφτομαι ανακαινίσεις και καλύτερη εκμετάλλευση του χώρου. Να το πω κι αυτό, έτσι για να καταλάβετε και τη δεξίωση του γάμου εκεί τη φαντάστηκα. Απλά πράγματα, λέω, συμμαζεύουμε τον κήπο και στρώνουμε τραπέζια μέσα έξω, ισόγειο το σπίτι, βλέπετε, τρία σκαλιά από το χώμα. Άσπρα τραπεζομάντιλα και ρόδια για διακόσμηση, έτσι για καλή τύχη στο ζευγάρι. Κι εγώ δυο-τρία κιλά πιο αδύνατη με λευκό φουστάνι, να γυρνάω στα τραπέζια, να χαιρετάω και να χορεύω. Αχ, έτσι τα έλεγα, έτσι τα υπολόγιζα.
Φωτογραφίες δεν είχε καθόλου, το ΄χα προσέξει καθώς συγύριζα, μέχρι που ανοίγω ένα ντουλάπι στο αποθηκάκι και βρίσκω πεταμένες μέσα καμιά δεκαριά κορνίζες. Μέχρι να τις βγάλω, να τις δω, να τις συνδυάσω έρχεται ο καλός σου και μου τις βουτάει. Άστα αυτά τώρα, με αρπάζει από τα μούτρα, τι σου ‘ρθε και ψαχουλεύεις, παγώνω εγώ, που μου ‘θε τώρα αυτό κι έρχομαι και βουρκώνω. Κατεβάζω και το κεφάλι, με πιάνει το παράπονο, συγγνώμη Άκη μου, και δεν είχα σκοπό να ψαχουλέψω, και για ξεσκονόπανα έψαχνα Άκη μου, αυτός παρμένος. Ε, δεν κρατιέμαι που δεν μιλάει, πατάω τα κλάματα και τρέχω στην κρεβατοκάμαρα. Πάω να μαζέψω πράγματα να φύγω, ερωτευμένη όπως ήμουν δεν το άντεχα να με αποπαίρνει. Δε πήρε πολύ κι ήρθε και αυτός, χώνεται στην αγκαλιά μου κι αρχίζει να σπαράζει. Τα ‘χάνω τελείως, να ζητάει συγγνώμη αυτός, να ζητάω κι εγώ κι ας μην καταλαβαίνω. Με τα πολλά τον συνεφέρω και τον βάζω να μου μιλήσει. Που ο νεαρός στις φωτογραφίες είναι ο αδερφός του, που τον χάσανε προ τριετίας από τροχαίο. Μόνος του στούκαρε το μηχανάκι, προβλήματα με ουσίες, λιώμα το παιδί και χάθηκε, κι από τότε ο πατέρας το γύρισε να πάει να βρει το γιο του, κι η μάνα του, πώς να κρατήσει κι αυτή, με γιο στο χώμα κι άντρα έτοιμο. Κι αυτός, αυτός να τα πάρει όλα πάνω του, τα έξοδα, τα νοσήλια, αλλά και τα καθημερινά, όλα από αυτόν περνάγανε με την σημερινή κατάσταση. Ευτυχώς το μαγαζί πήγαινε καλά, είχαν και κάποια εισοδήματα, δεν ήταν τόσο τα λεφτά το πρόβλημα, όσο το ψυχολογικό. Έτοιμος να καταρρεύσει ήτανε, μπαϊλντισμένος, μπουχτισμένος κι είπε να δώσει μια, να κάνει μια τρέλα κι όπου τον βγάλει. Γι’ αυτό ήρθε στο τηλεπαιχνίδι. Κι όπου τον βγάλει, και τον έβγαλε σε ‘μενα και του άλλαξε η ζωή. Και ν’ αρχίσει πάλι να κλαίει, που είμαι η ελπίδα, το φως του, η χαρά του, που με βρήκε και ξαναβρήκε το νόημα. Εγώ μούγκα. Τι να πω. Είχα μείνει, και με τα κακά και με τα καλά. Τι να πεις στον άνθρωπο που έχει περάσει απ’ την κόλαση. Πάνω εκεί μου βγήκε και του το πέταξα. Σ’ αγαπάω, του λέω, μοίρα ήτανε, εγώ είμαι εδώ τώρα, πάνω μου να βασίζεσαι και τέτοια. Και δώστου αγκαλιές και δώστου φιλιά, θα το πω και δεν ντρέπομαι, το πίστεψα πως είχα βρει τον άνθρωπό μου.

Μέσα στην εβδομάδα ήρθε να γνωρίσει τους γονείς μου. Άλλο να σας λέω, κι άλλο να το βλέπατε. Τους σκλάβωσε τους ανθρώπους. Όλο γέλια και χαρές η βραδιά, να λάμπει ο Άκης, να λάμπω εγώ, να λάμπουν κι οι έρμοι οι γονείς μου. Να τα αφήσουμε όμως αυτά καλύτερα, γιατί ακόμα κατηγορούν τους εαυτούς τους που μεγάλοι άνθρωποι, ψημένοι στη ζωή, δεν είδαν και δεν κατάλαβαν. Τέλος πάντων, τι τα θες τώρα, την πρεμούρα τους να με παντρέψουν πλήρωσαν κι αυτοί. Οι δικοί του άφαντοι. Είχαν, λέει, αποσυρθεί στο χωριό. Απ ’το τηλέφωνο έδωσαν την ευχή τους.
Σε δέκα μέρες τα ‘χε κανονίσει όλα. Δικαιολογητικά, αιτήσεις, ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεως, υπεύθυνες δηλώσεις, παράβολα και τα ονόματά μας στα κοινωνικά. Η Κυριακή Μεριστούδη….τον Θεόδωρο Χάρτσια…οι δυο μας, μια φίλη μου κι ένας φίλος του για μάρτυρες. Τα γλέντια τα φυλάγαμε για μετά, στον θρησκευτικό, αλλά με την ησυχία μας.
Ίσα -ίσα προλάβαμε και τη Ρώμη και την κάναμε ταξίδι του μέλιτος, με κάλυψη από την εκπομπή, με δόξες και μεγαλεία. Θα παίρναμε λέει και έξτρα δώρο, για το γάμο αστραπή. Σαλονο-τραπεζαρία.
Ποιος με έπιανε τότε. Φίλοι, γειτονιά κι εχθροί να με συζητάνε και να με ζηλεύουνε. Να σε ζηλεύουν πιο καλά, παρά να σε λυπούνται…Φοβόμουνα και το μάτι τους, τρομάρα μου.
Να χαρείτε, φέρτε μου ένα ποτηράκι νερό. Τόση ώρα μονότερμα σας πήρα κι εσάς, αλλά να τα ξέρετε όλα, να σχηματίσετε μια ολοκληρωμένη άποψη.
Που λέτε, γυρνάμε Αθήνα, τι αέρα εγώ, παντρεμένη και κοσμογυρισμένη, αρχίζω την οργάνωση ζωής. Έτσι φουριόζικα που είχαν γίνει όλα, δεν είχαμε κανονίσει τίποτα. Όλα αέρας γίνανε, χρόνο να τα καταλάβω, ούτε που άφηνε. Αυτός τα σκεφτότανε όλα, είχε πάρει κι ένα δικηγόρο κι ένα μεσίτη, μετά έμαθα πως ήτανε δικοί του, εμένα για άγνωστους μου τους παρουσίασε και τα έβαλε όλα στο χέρι. Να αγοράσουμε σπίτι, να ανακαινίσουμε την Σαρωνίδα-που ούτε δικιά του δεν ήτανε- να επεκτείνουμε την επιχείρηση. Μαζί για την καινούργια ζωή. Θύελλα όλα κι εγώ χαμένη μέσα και τρισευτυχισμένη, να το πω, που όχι μόνο είχα βρει άντρα όμορφο και καλό να με αγαπάει, ήτανε και φιλόδοξος κι ικανός και θα πιανόμασταν κιόλας.
Όλα στο όνομα μου τα είχα, δυο στρέμματα στη Μαγούλα από τη μάνα μου, και τρία στη Μάνδρα από τον πατέρα μου, στη βιομηχανική περιοχή, παρακαλώ, αξία- όχι αστεία. Και τα πήρε, κύριοι αστυνόμοι, όλα τα πήρε κι αυτά και μετρητά που είχα. Όλο με έβαζε να υπογράφω, ότι έκανε σύσταση εταιρείας τάχα μου δήθε μου κι είχα κι εγώ τα ποσοστά μου.
Θα ‘ρθει κι ο δικηγόρος μου τώρα, εδώ δώσαμε ραντεβού, κάτι θέλει να κάνουμε, δεν ξέρω εγώ, θα σας τα πει κι εκείνος. Να δούμε τι θα σώσουμε, συμφόρηση κοντεύουμε να πάθουμε, οικογενειακώς.
Τι λέτε κι εσείς, αστυνόμοι είστε, πολλά θα έχετε δει. Α, που δε σας είπα και το καλύτερο. Μοναχογιός είναι ο κύριος, σφύζουν από οι υγεία οι γονείς του στο χωριό, όλα στο σχέδιο ήτανε για να με τουμπάρει. Για θύμα έψαχνε και πήγε στην εκπομπή και πέτυχε διάνα. Ε, βέβαια ποιος άνθρωπος της προκοπής πάει σε τηλε-ραντεβού στα τυφλά. Καλά μου τα λέγανε οι φίλες μου και νόμιζα πως ζηλεύανε που εγώ είμαι όμορφη και μπορώ να βγω στην τηλεόραση.
Βλέπω κρατάτε και σημειώσεις, θα το κοιτάξετε το θέμα μου, ε, κύριοι αστυνόμοι;
Το βλέπω, σας τάραξα κι εσάς. Δώστε τα και στον συνάδελφο σας, να δει τι σημειώσατε, να συμπληρώσει κι εκείνος στοιχεία.

«Παραζαλισμένο είναι το μωρό. Το παίρνεις ή το παίρνω;»

1 σχόλιο:

  1. μετα απο αυτο δε παω στο "ραντεβου στα τυφλα" με τιποτα!!! Μπραβο Λιδα!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή