18 Μαρ 2009

Αλεξάνδρα Μαραγκοπούλου, "Ομίχλη"

Η παρέα είχε αποφασίσει ότι θα πηγαίναμε εκδρομή στα χιόνια. Παρ’ όλο που ήμασταν νέοι και ανάλαφροι, είχαμε ήδη αποκτήσει παγιωμένες συνήθειες. Συχνάζαμε σε λιγδιασμένα μεζεδοπωλεία, παρακολουθούσαμε μέτριες συναυλίες, πηγαίναμε καμιά εκδρομή και συζητούσαμε για την οικολογία, το σέξ, τους μετανάστες ή το άδηλο μέλλον μας.
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο εκείνο το βράδυ, πεινασμένοι και νυσταγμένοι. Μοιραστήκαμε στα δωμάτιά μας και μετά φύγαμε κατευθείαν για την ταβέρνα. Ο συντονιστής της παρέας αποφάσισε να επακολουθήσει μια παρτίδα Σκραμπλ όταν θα επιστρέφαμε στο ξενοδοχείο. Ήταν δωδεκάμισι η ώρα όταν πήγαμε για ύπνο. Νυχτικό, πλύσιμο δοντιών, και βουτιά στο κρεβάτι. Το δωμάτιο, η βαλίτσα, το μαξιλάρι, το φιλί πριν από τον ύπνο. Ησυχία. Όλοι κοιμούνται. Ο εραστής μου κοιμάται. Εγώ κοιμάμαι. Το βουνό που μας περιβάλει κοιμάται.
Ξυπνάω μέσα στη νύχτα γιατί τα δόντια μου τρίζουν. Είμαι ξεσκέπαστη και τουρτουρίζω, αγκαλιάζω τον διπλανό μου. Προσπαθώ να ξανακοιμηθώ μετρώντας προβατάκια και κατσίκες, αμέτρητες κατσίκες κατηφορίζουν στο κεφάλι μου. Τα σώματα του καλοριφέρ θέλουν εξαερισμό και το νερό που τρέχει εντός τους με νανουρίζει. Ένας θόρυβος –σαν γδούπος– ακούγεται από το διπλανό δωμάτιο και ξυπνάω. Δύο και τρείς γδούποι επαναλαμβάνονται ρυθμικά, τέσσερις, πέντε… Ένας μεγαλύτερος θόρυβος ακολουθεί, και μετά σιωπή. Μετά από λίγο, ο τοίχος δονείται και ακούγονται δυνατά βροντοκοπήματα, σαν δύο σώματα που παλεύουν. Οι δονήσεις σταματούν και τη θέση τους παίρνουν φωνές και αναστεναγμοί. Κάθομαι ακίνητη, προσεκτικά ν’ ακούσω όλους τους ήχους που φτάνουν σαν κύματα από τον μεσότοιχο. Οι ρυθμικές δονήσεις εντείνονται τώρα, οι φωνές κι οι αναστεναγμοί δυναμώνουν, μια κραυγή ακούγεται, και μετά σιωπή. Ανατριχιάζω. Ζηλεύω. Αγκαλιάζω το σώμα δίπλα μου· κοιμάται όμως, ονειρεύεται.
Ξημερώματα πηγαίνω στο μπάνιο, να πλυθώ, να χτενιστώ. Κοιτάζω το γυμνό είδωλο στον καθρέφτη, τα χέρια ψηλαφίζουν το στήθος, χαϊδεύουν τα πλευρά, τους γοφούς. Ο κόσμος τρέχει, τα σύννεφα, η ζωή, όλα τρέχουν. Κι εγώ είμαι εδώ. Σκουπίζομαι και βγαίνω έξω στο μπαλκόνι, ο ήλιος είναι κρυμμένος πίσω από σύννεφα.
Πρωινό στην τραπεζαρία. Οι περισσότεροι πελάτες είναι νέοι, υπάρχουν και μερικές οικογένειες με παιδιά. Όλοι κάθονται σε παρέες, δεν παρατηρώ κανέναν να κάθεται μόνος του, το σκί εξάλλου δεν είναι άθλημα για μοναχικούς ανθρώπους, απαιτεί θετική διάθεση και όρεξη για ζωή. Οι σερβιτόροι με ευγένεια έπαιρναν τις παραγγελίες για καφέ ή τσάι, οι εκκολαπτόμενοι μικροί σκιέρ έτρωγαν με όρεξη τα κρουασάν τους, και τα ερωτευμένα ζευγάρια κοιτάζονταν σαν ξελιγωμένα σαλιγκάρια. Όλοι φορούσαν έντονα, χαρούμενα χρώματα - κόκκινα, πράσινα, κίτρινα, μπλέ ή άσπρα. Έψαχνα γύρω μου για το ζευγάρι του διπλανού δωματίου. Προσπαθούσα να συνδυάσω πρόσωπα με ήχους, πρόσωπα που, μεταμορφωμένα από την παθιασμένη ολονύκτια συνουσία, έπιναν σιωπηλά τον καφέ τους, αγγίζοντας μετά βίας το πρωινό τους.
Η ώρα του αθλήματος. Ακολούθησα το μάθημα των αρχαρίων, αφήνοντας πίσω τους υπόλοιπους της παρέας που ήταν πιο έμπειροι. Φορτωμένος με τον εξοπλισμό του, ο σύντροφός μου με αποχαιρέτησε μ’ ένα φιλί και μου είπε να προσέχω. Ο δάσκαλος μ’ έβαλε στη σειρά και με ρώτησε αν έχω ξανακάνει σκι.
- Δύο φορές, αλλά μ’ αρέσει το μάθημα των αρχαρίων. Φοβάμαι τις απότομες πλαγιές. Φοβάμαι ότι θα με πάρει η κατηφόρα κι έπειτα δεν θα μπορέσω να ξανανεβώ.
Μου υποσχέθηκε ότι μέχρι το μεσημέρι θα είχα ξεπεράσει τους φόβους μου. Μετά το μάθημα, ξανοίχτηκα θαρραλέα στις πίστες, ακολουθώντας τις υποδείξεις του δασκάλου. Ένα δύο τρία ζιγκ, ένα δύο τρία ζαγκ, χαρωπά τα δυό μπαστούνια μου κρατώ.


Μεσημέρι. Οι υπόλοιποι της παρέας ίσως έχουν πάει να φάνε, σκέφτηκα, και αυτή τη στιγμή να ρουφούν σούπα και να πίνουν ζεστό κρασί. Μια άγρια χαρά με κατέβαλλε. Τα σύννεφα είχαν πυκνώσει, η ώρα προχωρούσε αλλά εγώ απτόητη ανεβοκατέβαινα τις πλαγιές με όλο και περισσότερη επιδεξιότητα. Αναρωτήθηκα μήπως πρέπει να επιστρέψω στους φίλους μου. Λίγο ακόμα, μονολόγησα. Οι σκιέρ που κατέβαιναν τις πλαγιές είχαν αραιώσει. Το βουνό έμοιαζε να είναι το δικό μου άντρο πλέον. Κάποια στιγμή κουράστηκα, η ομίχλη είχε πέσει βαριά, τα έλατα έμοιαζαν με φαντάσματα. Στάθηκα και περίμενα, κανένας θόρυβος, κανένα κελάηδισμα δεν ακουγόταν. Απόλυτη σιωπή.
Κάθισα κάτω κι έβγαλα τα σκι, είχα ιδρώσει, άκουγα μόνο την ανάσα μου. Μετά το σκουφί και τα γάντια. Κι έπειτα το ανοράκ. Έλυσα τα κορδόνια κι έβγαλα τις μπότες, τις κάλτσες. Η κρυάδα του χιονιού σαν έκπληξη δίπλα στον ιδρώτα. Η φόρμα, βαρίδι ασήκωτο μετά από τόσες ώρες, σηκώθηκα όρθια και την έβγαλα μονοκόμματα, είχε κολλήσει πάνω μου σα δεύτερο δέρμα, αφαίρεσα το πουλόβερ, τα εσώρουχα που είχαν βραχεί από τον ιδρώτα. Ξάπλωσα πάνω στο πεσμένο ανοράκ, τα γόνατα λυγισμένα σα να βρίσκομαι στην παραλία. Γύρω μου η πυκνή ομίχλη που κάλυπτε το σύμπαν. Μόνο το σώμα μου παρέμενε ορατό από κοντινή απόσταση. Κρύωνα αλλά δεν το καταλάβαινα. Το γυμνό μου σώμα ήσυχο, σαν την ομίχλη που το περιέβαλε, αδημονούσε. Παρατηρούσα το μαύρο τρίχωμα του εφηβαίου στο άσπρο φόντο του χιονιού, τους μαστούς σε ετοιμότητα με τις ρόγες ανατριχιασμένες απ’ το κρύο. Σηκώθηκα γιατί τα μέλη μου μούδιαζαν, φόρεσα μονάχα τις κάλτσες, μάζεψα τα ρούχα μου και άρχισα ν’ ανηφορίζω προς το καταφύγιο. Περπατώντας γυμνή στο χιόνι, νομίζοντας ότι κάλυπτα ανεξερεύνητες εκτάσεις, ένιωθα την ομίχλη να με προσπερνάει και να με χαστουκίζει. Πόσο είχα υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις μου το ένιωσα αργότερα όταν τα πόδια μου αδυνατούσαν να βαδίσουν, μελανιασμένα από το κρύο. Ήθελα ζεστή σούπα και τσάι. Από μακριά άκουσα ένα καμπανάκι, πλησίαζε, το χιόνι πάνω στα πλευρά μου, οι γάμπες μου ακίνητες, βρεγμένα τα μαλλιά και τα ρούχα πεσμένα στο πλάι μου. Το καμπανάκι, ένα πρόσωπο συμπαθητικό, ζυγίζουν το σώμα, το τυλίγουν σε ζεστή κουβέρτα « Σούπα και τσάι, παρακαλώ…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου